...Σκέψεις και συναισθήματα, κέρασμα στον ταξιδιώτη...

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

Πειρατικες ελεγειες Captain Constantin

     Ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο που που χε πάρει σαν ξεκίνησε, ο καπετάνιος έφτασε στο πανδοχείο "σπασμένη στάμνα" απ το βορεινό σοκάκι. Κρυμμένος στις σκιές κοίταξε γύρω του, έδεσε τ άλογο σε ένα καρφί, κι αθόρυβα κοίταξε το μπροστινό δρόμο του πανδοχείου. 

     Λίγες λάμπες ήταν αναφτές, με το ωχρό φως τους να δίνει μια αλλόκοτη κι απόκοσμη θωριά στην πόλη. Τα μαγαζιά ήταν σκοτεινά μετά την φασαρία που 'χαν υποστεί από τη συμμορία των πειρατών, με τα πιο πολλά να χουν καναβάτσο μπρος απ τις σπασμένες μόστρες. Τα πεζούλια στην άκρη του δρόμου άδεια, οι τεμπέληδες γυρολόγοι άφαντοι. Οι κάτοικοι κλειδαμπαρωμένοι στα  σπίτια για ν αποφύγουν τις φασαρίες, μια σιωπή θανάτου ντύνει τώρα την πόλη. 
    Το πανδοχείο βουβό  και μισοφωτισμένο, κι ο καπετάνιος αναρωτήθηκε αν ήταν μέσα ο ναύκληρος και η συμμορία, για ακούσαν τις εντολές του και ανέμεναν ως τώρα με περιέργεια στη μαύρη τους καρδιά, παρά με φόβο. 
    Μούτρα σαν αυτούς τίποτε δε τους φοβίζει.


     Με μια δρασκελιά πάτησε στη βεράντα του πανδοχείου, οι καρέκλες αράδα σιμά η μια στην άλλη άδειες, κι ο δισταγμός φώλιασε προς στιγμήν. Η σάλα στο μισοσκόταδο, δυο λάμπες με το φιτίλι τους να αποβιώνει φέγγαν αχνά. Μιας και δε μπόραγε να δει κανένα, μπήκε κι έγειρε μπρος στον πάγκο. Ήξερε πως εδώ ειν' ο Μουσταφά, ο δήμιος. Ανάγκη να τον βρει και να τα πούνε.          Πίσω απ' τον πάγκο το σκαμνί αδειανό, μια αρμάθα με κλειδιά έκλεψε τη ματιά του στον αντικρινό τοίχο, δε πάνε διόλου άσχημα οι δουλειές έκρινε από πέντε έξι κάμαρες που χαν κρεμασμένα τα κλειδιά στο τοίχο. 
      
     Μια φωνή έσπασε τη σιγαλιά  "Καλησπέρα..." Γύρισε αργά με την απογοήτευση να θεριεύει εντός του. Να μην τον δει ανθρώπου μάτι έπρεπε, μα πιο πολύ ο ναύκληρος και το τσούρμο του. 
    Μια γνώριμη φιγούρα ο γυρολόγος, ο πραματευτής, με ένα χαμόγελο πλατύ κι ένα μακρύ τσιγάρο στα ζερβιά ακροδάχτυλα να κάνει παιχνίδια σαν την πάχνα το πρωί στους αγρούς. Σαν πόσα να ξερε για το ζήτημα, αναρωτήθηκε ευθύς ο καπετάνιος για τούτο δω το σιγανό ποτάμι. 
Ο γυρολόγος έγρουξε  "Σαν όλα ήσυχα απόψε..." .  "Όλοι σα να σκιάζουντε να βγουν όξω, τρούπωσαν στα σπίτια τους έτσι που ήρθαν τα πράματα... Το αγόρι ψάχνεις;  Κείνον το νεαρό που ναι μαζί σου;"  Ένευσε το κεφάλι.  "Λησμόνησα σε ποια κάμαρη μένει να ρωτήσω".  Έδειξε με ένα νεύμα.   "Στο πέντε, δίπλα από μένα και του δήμιου... Να πιούμε μια κούπα έτσι, για να γιορτάσουμε ότι κι αν είναι, αυτό που κάνεις".  Τον θώρησε κατάματα  "Στερεύει η ώρα" αποκρίθηκε.  
     Σήκωσε τους ώμους αδιάφορα, άφησε μια τουλούπα από καπνό να βγει απ τα χείλη, και έστριψε για τη κάμαρα που χώριζε τη σάλα από το καπηλειό. Πίσω του ο καπετάνιος σφύριξε σιγανά  "Μια στιγμή ένα χατίρι".   Κοντοστάθηκε   "Ακούω...".   "Για το καλό όλων μας, δε με είδες. Δε με ξέρεις".  Γέλασε  "Κανένας δε θα μάθει ότι δεν ξέρει..."  απάντησε κι εχάθη μες το καπηλειό. 

     Ελπίζω να κρατά το λόγο του εσκέφθει, δεν ήθελε και δε συνέφερνε να μάθει ο ναύκληρος, πως ήτανε στην πόλη, μια αναμέτρηση με τους πειρατές θα γκρέμιζε τα σχέδιά του. Βάδισε σαν γάτος στο σκοτάδι το διάδρομο με προσοχή κι έφτασε στην κάμαρα με το πέντε. Χτύπησε μαλάκα κι αφουγκράστηκε. Ο Μουσταφά θα 'ταν είτε στο έξι για στο τέσσερα. Το πόμολο έτριξε κι ο νέος έβγαλε το κεφάλι στο κατώφλι, η λάμπα πίσω φώτιζε το κορμί του κι οι σκιές του δίναν άλλη θωριά απόκοσμη. Ένα χαμόγελο χαράς  "Θειε"; 

     Έγειρε πίσω του την πόρτα μπαίνοντας, κοίταξε κλεφτά με προσοχή ως τη σάλα κι έκλεισε σιγανά την πόρτα λέγοντας:  "Δεν ήξερα αν θα σε δω πριν από το ξημέρωμα"  Ο νεαρός έκανε πίσω με ανυπομονησία κι άνοιξε το στόμα να πει, μα τον έκοψε ο καπετάνιος   "Άκουσες που μένει ο Μουσταφά; Ειν αυτός που θα κρεμάσει τον πατέρα σου..."  Το αγόρι χλόμιασε, έκατσε στο σκαμνί αντίκρυ απ το θειό του με το κεφάλι να βαραίνει τους ώμους του   "Μουσταφά; Δεν άκουσα. Δεν πρόλαβα..."  Ο καπετάνιος τον κοίταξε  "Συνάντησα τον γυρολόγο, κείνον τον πραματευτή που είδαμε ψες στη πόλη.  Είπε ότι ο δήμιος μένει δίπλα σου ".  Σηκώθηκε απορημένος  "Α! μάλιστα ο πραματευτής, φάγαμε μαζί απόψε. Η κάμαρη του είναι στο έξι"  Ο δήμιος πια ήταν βέβαιο μένει στο τέσσερα.   Ξαφνικά ο καπετάνιος τινάχτηκε, σάμπως θυμήθηκε, τράβηξε μια λίρα απ το πουγκί βάζοντάς την στα χέρια του ανιψιού  "Έχε αν σου χρειαστεί. Τα λέμε το ξημέρωμα".  Δεν πρόλαβε ο νεαρός να ψελλίσει λέξη, ο θειός του έκλεινε την πόρτα απ τον διάδρομο, και κατευθύνθηκε στη διπλανή, την χτύπησε σταθερά. 

     Ένα σούρσιμο ακούστηκε και μια βραχνή φωνή ρώτησε σιγανά:  "Ποιος;" Κοιτάζοντας τη σάλα απάντησε,  "Άνοιξε.. πρέπει να μιλήσουμε".  Δεν εμπιστευόταν κανέναν εξόν απ τον εαυτό του, να του είπε αλήθεια ο γυρολόγος; Έτριξε το ανοιγάρι στην κλειδωνιά, μισάνοιξε η πόρτα. 
    Μια μαύρη φιγούρα ασθενική φορώντας τη μάσκα του θανάτου, κοίταξε με τα θολά του μάτια τον επισκέπτη.  "Τι θες; Ποιος είσαι;"  Με μια δρασκελιά μπήκε μες την κάμαρη κλείνοντας με βιάση την πόρτα πίσω του.  "Είσαι ο Μουσταφά;" Θυμός κάλυψε το πρόσωπο του άντρα  "Είμαι, ποιος ρωτάει;"   "Μου χουν αναθέσει τις ετοιμασίες για την πρωινή κρεμάλα".  Ο δήμιος σκυθρώπιασε κι έβηξε   "Δεν ματαιώθηκε; Δε καταλαβαίνω... Αποφάσισα να φύγω το πρωί με το κάρο...".  "Θα γίνει όπως αποφασίστηκε σύμφωνα με το πρόγραμμα. Γιαυτό ήρθα, να ξέρεις. Θα σου χω εγώ τον κρατούμενο το πρωί στο πάσαλο. Να σαι έτοιμος για τη δουλειά που πληρώθηκες".  "Εντάξει. Εσύ ποιος είσαι; Τον αρχηγό της φρουράς τον ξέρω, εσένα δε σ' έχω ματαδεί...". Μια παγωμένη λάμψη πέρασε απ τα μάτια του καπετάνιου   "Μέχρι να ησυχάσουν τα πράματα κάνω τα χρέη του διοικητή φρουράς, με την καρδιά μου..."  Ο φόβος έβαψε το πρόσωπο του άντρα  "Κι οι φίλοι του άρχοντα, η φαμελιά του; Έμαθα πως εναντιώνονται στην εκτέλεση ειν λέει ψεύτικη η κατηγορία, θα δοκιμάσουν να τη σταματήσουνε".  Ο καπετάνιος γρύλισε  "Θα το κανονίσω εγώ. Τίποτα δε θα εμποδίσει, κατάλαβες; Η εκτέλεση θα γίνει την αυγή, όπως το αποφάσισε ο δικαστής. Τ' ακοής; Και κάτι άλλο... Δε θα ξέρει κάνεις άλλος γιαυτό, μη μιλήσεις σε κανέναν. Μια κι όλοι ξέρουν πως η εκτέλεση ματαιώθηκε άσε να το πιστεύουν,,. Ο δήμιος έξυσε το κεφάλι του,  "Μάρτυρες; Δε θα έχουμε μάρτυρες; Άρχοντας ήταν. Ο νόμος..."  Ξεροκατάπιε με το φόβο να χρωματίζει τα μάτια του.  "Δεν θα κινδυνέψεις καθόλου, αν κάνεις ότι λέω όλα θα πάνε καλά.  Αν είναι να νιώσεις ασφαλής μπορώ να σε πάω σε ένα κελί της μονής, κανένας δε θα σε ψάξει εκεί".  Ο δήμιος ψευτογέλασε,  "θα μείνω εδώ, το πρωί θα είμαι έτοιμος. Δεν είμαι δα πρωτάρης".  Ο καπετάνιος άπλωσε το χέρι, άρπαξε το χερούλι κι αποκρίθηκε  "Θα σε περιμένω την αυγή... Βγες μόνο απ την πίσω πόρτα και πήγαινε απ το βορεινό σοκάκι για το ικρίωμα, να σαι πιο σίγουρα, και είπαμε τσιμουδιά σε κανέναν... Καλή σου νύχτα.". 
    
     Σαν τράβηξε την πόρτα ακούστηκε μουρμουριστά η απάντηση του δήμιου μα ήδη βάδιζε για τη σάλα. Τη στιγμή που έφτανε στα μισά του διαδρόμου γέλια και φωνές, έρχονταν προς το μέρος του, κάνοντάς τον να σταθεί. Ναι! το τσούρμο του ναύκληρου ίσως κι  όλο το λεφούσι βγαίναν απ το καπηλειό στη σάλα. Έστρεξε προς τα πίσω στο διάδρομο ο καπετάνιος, είχε δει μια πόρτα που μάλλον έβγαζε όξω. Στάθηκε μπρος της και βλαστήμησε την τύχη του. Η πόρτα είχε ένα παλιό τεράστιο κλειδάρι.

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Μου αρέσει! Κάνεις προσπάθεια να το εκδόσεις;Ηθελα να τό 'χω μπροστά μου, να μυρίζω το χαρτί του και να το ξεφυλλίζω...Με ταξιδεύει!

Nostalgos είπε...

Καλημέρα Ευαγγελία. Ακόμα δεν το έχω τελειώσει.
Αν και μάλλον για τριλογία το βλέπω καθώς όποτε λέω τώρα τελειώνει, μια καινούρια περιπέτεια ξεπηδά στο κεφάλι μου. Κάποια στιγμή αν βρεθεί μια σοβαρή πρόταση από Εκδοτικό οίκο ναι, θα θελα να εκδοθεί. Είναι όμως πολύ αδηφάγος χώρος κι άκαρδος.

Ανώνυμος είπε...

Δεν έχεις κι άδικο... Άλλη η αίσθηση του βιβλίου όμως, απο την ψυχρότητα του pc...Αν το αγαπάς, να προσπαθήσεις!

Organikaceh είπε...

Nice article, happy nice day.
friendly greeting from Aceh.

Λογότυπο Αστραπής

zwani.com myspace graphic comments
Πατώντας

Εδώ

Θα λάβετε το λογότυπό μου
στο BLOG σας
Αστραπή