...Σκέψεις και συναισθήματα, κέρασμα στον ταξιδιώτη...

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

Πειρατικες ελεγειες Captain Alexander

...Η φωνή σάμπως ανήκε στον αδερφοποιτό του ναύκληρου, μα ο καπετάνιος δεν έπαιρνε κι όρκο.
  "Άιντε πάμε να πέσουμε στα πουπουλένια στρώματα, καιρό έχουμε τώρα που ξαπλάρουμε πάνω στα σκοινιά και τα σανίδια του σαπιοκάραβου"
Γέλια και σαματάς απάντησε στα λόγια του. Το τσούρμο ερχόντανε απ τα καπηλειά με κάμποσες γυναίκες να παραπατάν ζαλισμένες απ το πιοτί και να χαχανίζουν έχοντας κρεμαστεί η καθεμιά πάνω στο μπράτσο όποιου πειρατή τύχαινε δίπλα της.
  Το θέαμα έμοιαζε παράταιρο καθώς οι άξεστοι πειρατές με τα φθαρμένα και λερά σκουτιά τους στέκονταν δίπλα στις κυράδες με τις δαντέλες και τα καθαρά φουστάνια τους, εργαλείο αναπόσπαστο για την δουλειά μιας πόρνης. Όλοι είχαν την φαντασίωση της έμορφης αρχόντισσας που ξέπεσε πάνω στα δικά τους χέρια. 

  
  Τώρα η κομπανία πλησίαζε κατευθυνόμενη προς τον πάγκο του πανδοχείου. Ο Αλεξάντερ κόλλησε στον τοίχο θέλοντας να κρυφτεί στην σκοτεινή γωνιά του. Ευτυχώς που το φως δεν έφτανε σε τούτη την μεριά κι έτσι από μακριά σίγουρα δεν φαινόταν.
  "Προχωράτε για την σκάλα. Πάνω πρέπει να χουν τα καλύτερα δωμάτια" είπε μια απ τις γυναίκες.
  Ο καπετάνιος είδε με την άκρια του ματιού του δυο απ το τσούρμο πιασμένους αγκαζέ και παραπατώντας απ το πιοτί, να τραβούνε για την ξύλινη φιδωτή σκάλα στα ζερβά απ την είσοδος.
Ένας τρίτος πού 'μοιαζε σαν αγριόχοιρος με την κοιλιά πρησμένη, και τις τρίχες απ τα γένια του μεριές μεριές καψαλισμένες, άπλωνε τα χέρια δω κι εκεί χορεύοντας πάνω στην παραζάλη. Άλλο ένα μέλος της συμμορίας ξέκοψε απ το μπουλούκι και κίνησε να ανέβει για το πάνω πάτωμα. Είχε ένα λερό πανί δεμένο στο δεξί του χέρι κι αίματα ξεραμένα πάνω στο γελέκο του και την πράσινη καμιζόλα, σημάδια πως είχε γίνει όντως η μάχη που άκουσε να γίνεται λόγος. Περπάταγε σγουμπός και δεν μπόραγε να τον γνωρίσει απ τα σουσούμια μα πισωθέν του ερχόντανε ο ναύκληρος έχοντας από μια κοπέλα στο κάθε μπράτσο να χαχανίζει.
  Ήταν εδώ λοιπόν, δεν άκουσε κάνεις την όποια συμβουλή του. Ας είναι μονολόγησε εντός του κι έσφιξε τις μπιστόλες του με μιας. Όποιος ζυγώσει σήμερα θα ανταμώσει τον με τον χάρο.

  Βρήκαν τα σκαλοπάτια και παραπατώντας με γέλια κι άλλοτε με βρισιές το μεθυσμένο τσίρκο ανέβαινε για το πάνω πάτωμα. Κρυμμένος ακόμα στο σκοτάδι ο καπετάνιος, άκουγε τα σερνάμενα βήματα πάνω στα σανίδια καθώς άνοιγαν πόρτες ψάχνοντας να βρουν κάμαρες της αρεσκείας τους.
  Ξεφωνητά και γέλια γιόμιζαν τον αέρα κάθε φορά που τύγχανε η κάμαρα να'ναι γιομάτη. Το σούρσιμο σιγά σιγά κόπασε, καθώς ένας ένας οι λεχρίτες βρίσκαν την κάμαρη του. Σαν κι η τελευταία πόρτα ακούστηκε να κλείνει ο κάπτεν Αλεξάντερ άφησε την σιγουριά της κρυψώνας του κι έτρεξε για το μπροστινό μέρος του πανδοχείου. Στα μισά σταμάτησε καθώς άκουσε τον θόρυβο που κάναν οι μπότες του στο πάτωμα. Καλύτερα να προχώραγε πιο προσεκτικά, μπορεί να τον άκουγαν ή ακόμα χειρότερα να 'ρχόνταν κάνας καθυστερημένος απ το τσούρμο και τότε αντίο μυστικότητα.


  Ο καπετάνιος σαν να το μετάνιωσε για την βιάση του, έκανε απότομα στροφή και ματαγύρισε στην σκιά και την κρυψώνα του. Μισόκλεισε τα μάτια στην προσπάθειά του να δει καλύτερα, και κοίταξε όσο πιο βαθειά μπορούσε στον σκοτεινό διάδρομο. Τώρα μπόρεσε να διακρίνει μια στροφή στον τοίχο, σαν ένας πιο μικρός διάδρομος να πέφτε πάνω σε τούτον. Κάπου στο βάθος κάτι σαν να ξεχώριζε, σαν μικρός κρίκος πάνω σε ξύλινη πόρτα.
  Περπάτησε αργά κι ήσυχα σαν τον γάτο κατά κει με την σκέψη,  πως σάμπως τούτη θα τανε η έξοδο που γυρεύει. Η άλλη που πέρασε μάλλον ήταν η πόρτα για το κελάρι με τα τρόφιμα, γιαυτό και το μεγάλο κλειδάρι.
  Σαν έφτασε στο τέρμα είδε ένα μικρο πορτί με ένα σκουριασμένο μάνταλο πάνω απ το χερούλι. Τράβηξε το μάνταλο κι εκείνο έτριξε άχνα μα δεν κουνήθει. Έσπρωξε με μιας την πόρτα πάνω στην βάση της για να λασκάρει, και σήκωσε με δύναμη το μάνταλο τραβώντας παράλληλα το χερούλι. Ένα ακόμα τρίξιμο ακούστηκε κι η πόρτα υποχώρησε.
  
  Φρέσκος αέρας τον χτύπησε στο πρόσωπο καθώς έβγαλε σιγά το κεφάλι για να κόψει κίνηση. Ησυχία και μόνο το παγωμένο αγέρι της νυχτιάς τον υποδέχτηκε με μια κρύα αγκαλιά κάνοντας την ράχη του να ριγήσει. 
  Χαρούμενος ο καπετάνιος που δεν ήταν εκεί κανείς, βγήκε σε ένα μικρό πλατύσκαλο, όπου εκεί διεπίστωσε πως το πανδοχείο αντί για πίσω, είχε μια πλαϊνή έξοδο για δύσκολες καταστάσεις.


  Ας είναι, δεν τον πολυσκότιζε τώρα που χε βρει τον τρόπο να ξεφύγει απ τα καθάρματα, κι ήταν ξανά στον φρέσκο ελεύθερο αγέρα...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Λογότυπο Αστραπής

zwani.com myspace graphic comments
Πατώντας

Εδώ

Θα λάβετε το λογότυπό μου
στο BLOG σας
Αστραπή