...Σκέψεις και συναισθήματα, κέρασμα στον ταξιδιώτη...

Σάββατο 5 Μαρτίου 2011

Πειρατικες ιστορίες...Alexander Constantin

Το γαλιόνι ήταν αρματωμένο με έξι κανόνια σε κάθε πλευρά του κυρίως καταστρώματος, είχαν μικρή διάμετρο μα διπλάσιες σε μήκος κάνες έναντι των βαρίων καρονάδων που έφερε η Αστραπή. Οι πυροβολητές είχαν σκύψει πάνω στις μακριές κάνες των κανονιών έχοντας δίπλα τις ομοχειρίες τους.
  Πάνω στα ξάρτια κρέμονταν σαν σταφύλια οι άντρες του έτοιμοι με τα μουσκέτα ανά χείρας για την έναρξη της μάχης. Όλοι τους άριστοι σκοπευτές και με κύριο μέλημα τον αποδεκατισμό των αξιωματικών που βρίσκονταν πάνω στο κάσαρο. Ο καπετάνιος έλπιζε πως ο κλυδωνισμός του πλοίου θα τους εμπόδιζε να σημαδέψουν σωστά. ''Άντρες μείνετε καλυμμένοι έως ότου έρθει το πλοίο μας σε θέση μάχης''. Ένιωσε περήφανος που κανείς δεν κινήθηκε από την θέση που είχε ήδη λάβει. Ο ίδιος αγέρωχος δίπλα στον τιμονιέρη έδινε κοφτά τις εντολές για την πορεία τους, πλησιάζοντας την Αστραπή προς το γαλιόνι σύμφωνα με την πειρατική τακτική για ρεσάλτο, η ώρα ζύγωνε.
  Είδε τον κυβερνήτη του Εγγλέζικου που έβγαλε το ξίφος και το κράδαινε πάνω απ το κεφάλι του. Εκείνη ακριβώς την στιγμή το γαλιόνι βρέθηκε στο πιο χαμηλό σημείο απ το μπότζι του και τα κανόνια του έγγιζαν θαρρείς το νερό, κατόπιν άρχισε να υψώνεται και μαζί του οι κάνες μέχρι που έφτασαν οριζόντια με το κατάστρωμα της Αστραπής, τότες κατέβασε το χέρι με το σπαθί κι ήταν σαν να άνοιξε η κόλαση. Τα έξι κανόνια ξεράσαν ταυτόχρονα την φωτιά τους μέσα σε ένα σύννεφο καπνών κι ένα κύμα αέρα έπεσε σαν κουρμπάσι πάνω στα πλευρά της Αστραπής κι ένας στάντζος κόπηκε στη μέση με εκκωφαντικά κρότο. Το κατάστρωμα αναταράχθηκε απ τις υπόλοιπες μπάλες κι ένα υπόκωφο βουητό ακούστηκε από τα κοίτη.
Μια μπάλα τρύπησε την πλευρά πεταρίζοντας σκλήθρες και λάμψεις πορτοκαλιές κι η τρύπα που έχασκε έμοιαζε με στόμα καρχαρία με τα δόντια έτοιμα να ξεσκίσουν την σάρκα του θύματός του.  Πίσω απ το κουρτέλο ένας άμοιρος είχε γονατίσει για να την δεχθεί κατάστηθα. Τα απομεινάρια του κορμιού του σκόρπισαν πάνω στο φρεσκοπλυμένο κατάστρωμα και η πορεία της μπάλας κατάληξε πάνω στην βάση του κεντρικού καταρτιού ταρακουνώντας το σαν φύλλο στον άνεμο βγάζοντας του μόνο μερικές σκλήθρες. Κατοπινά έχοντας χάσει την δύναμή της κύλησε πάνω στο κατάστρωμα και πηγαινοέρχονταν καπνίζοντας μπρος πίσω, εκείνη την στιγμή έφτασε η βροντή των κανονιών στα αυτιά των πειρατών που ακίνητοι έστεκαν στα πόστα τους.
''Δεν ήταν άσχημο σημάδι για Τόμηδες καπετάνιε'' είπε ο ναύκληρος γελώντας με τα σπασμένα δόντια του να χάσκουν λες και τον πέτυχε κι αυτόν η κανονιά. Ο πλοίαρχος δεν απήντησε απορροφημένος προς στιγμήν, να μετρά τον χρόνο που έκαναν οι ομοχειρίες να ξαναγιομίσουν τα κανόνια τους. ''Εξήντα δεύτερα του λεπτού κι ακόμη δεν γάβγισε κανένα απ τα κανόνια τους!'' είπε ο Ύπαρχος με περιφρόνηση ακριβώς την στιγμή που μια ομοβροντία βρήκε τα πλευρά του κύριου καταστρώματος, κι ένα άγριο ουρλιαχτό πόνου ακούστηκε κάτω απ την γέφυρα, κι εν συνεχεία κραυγές που σου κουρέλιαζαν τα νεύρα κι έκαναν τον κόμπο να ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά. ''Κάποιος να κατεβεί και να τον κάνει να σωπαίνει'' είπε ο πλοίαρχος στον ναύκληρο, που έφυγε ευθύς τρεχάτος για το υπόφραγμα.
'' Ύπαρχος; θα ηγηθώ εγώ ο ίδιος προσωπικά το ρεσάλτο. Αφήνω το πλοίο στα χέρια σου κι αν δεις πως συντρέχει κίνδυνος, θα μας αφήσεις εκεί και θα φύγεις σύμφωνα με τους νόμους του κώδικα...''
  Ένα δυνατό σφύριγμα διέκοψε τα λόγια του κάνοντάς τον κάπτεν Κονσταντέν να σηκώσει οργισμένος τη ματιά του. Οι σκοπευτές πάνω στα ξάρτια του Εγγλέζικου είχαν μπει στο χορό της μάχης μα ο ήχος των μουσκέτων ήταν μακρινός κι έδειχνε κι ακίνδυνος. Σκόπιμα ο πλοίαρχος τον αγνόησε κι ύψωσε την φωνή του για να ακουστεί συνεχίζοντας να δίνει τις απαραίτητες οδηγίες στο πλήρωμα που θα έμενε πίσω.

  Τώρα οι κρότοι απ τα κανόνια έρχονταν αδιάκοπα καθώς οι πυροβολητές του Εγγλέζικου βρήκαν το ρυθμό τους με τους πιο γρήγορους να ρίχνουν περισσότερες βολές από τους άλλους. Το πλωριό κανόνι κάτω από την προσωπική εποπτεία του Άγγλου κυβερνήτη όπως υπολόγισε ο Πλοίαρχος Κονσταντίν έριχνε σε αναλογία τρεις προς δυο σε σχέση με τα άλλα κανόνια κι αυτό φαινόταν απ τις τουλούπες καπνού που έβγαζε η κάνη του. Είδε την πηχτή σαν μπαμπάκι τουλούπα να βγαίνει κι αυτή την φορά από την κάνη κι αμέσως ένιωσε το κατάστρωμα να το χτυπά χαλάζι, μόνο που δεν ήταν άλλο παρά μεγάλα κομμάτια από μολύβι όμοια με ρώγες σταφυλιού τον καιρό της ωριμότητάς του, τα οποία διέλυσαν το κουρτέλο και έσκαψαν το κύριο κατάστρωμα που τώρα είχε βαφτεί κόκκινο με το αίμα που έτρεχε απ τα ξαπλωμένα κορμιά των συντρόφων του. Μεγαλύτερες οι απώλειες για την Αστραπή απ ότι υπολόγιζε, μα τώρα ήταν κοντά, η στιγμή για το ρεσάλτο είχε έρθει μόλις.
  Άκουγε τις ζητωκραυγές των πυροβολητών, ξεχώριζε τις διαταγές που δίνονταν στις ομοχειρίες , ακόμα ένιωθε το κύλισμα που κάναν τα κανόνια κόντρα στα σύσπαστα τους όταν τα συγκρατούσαν. Εκείνη την στιγμή στένεψε τα μάτια του σαν να τον τύφλωνε ο ήλιος που χαμήλωνε βάφοντας χρυσές τις κορυφές των καταρτιών, μα αυτό που τελικά έβαψε ήταν το μίσος στην ματιά του καθώς ατένιζε το Εγγλέζικο γαλιόνι ξέροντας πως δεν μπορούσε πλέον να βάλει άλλο εναντίον τους το πρυμνιό κανόνι μιας και η βροχή από ''σταφυλόρογες'' όσο πλησίαζαν στο καρτιέρι της πρύμνης όλο και αραίωνε. ''Τρεις ρόμβους στροφή δεξιά'' κοφτή η διαταγή στον τιμονιέρη, κι ευθύς η Αστραπή χώθηκε κάτω απ την πρύμνη του Βέλος, και αμέσως η σιγαλιά απλώθηκε δαιμονική μιας κι έπαψαν να βροντούν τα κανόνια του. Δίχως άλλη σκέψη ο πλοίαρχος κατέβηκε τρέχοντας την γέφυρα και στράφηκε στο πλήρωμα.
''Όλοι επάνω! Ήρθε η ώρα μας γενναίοι μου. Δείξατε στους Τόμυδες πως δεν σας φοβίζουν τα κανονάκια τους, εμπρός λοιπόν να δουν κιόλας πως μεις οι πειρατές δεν τρομάζουμε και δεν μας σταματάει τίποτα! Εμπρός! Κοιτάμε τον χάρο κατάματα με το σπαθί στο χέρι!''.
''Ζήτω ο καπετάνιος της Αστραπής!'' βροντοφωνάζει ο ναύκληρος, κι όλοι άρχισαν να γελούν και να επευφημούν τον καπετάνιο και το γερό σκαρί που άντεξε τις κανονιές έχοντας την δική του ψυχή στην μάχη, ενώ μαζευτήκαν στην πλευρά που χε διπλαρώσει την πρύμνη του γαλιονιού.
''Κάτω τα πανιά, τιμόνι αριστερά!'' φώναξε μέσα απ τις παλάμες ο πλοίαρχος για να ακουστεί
  άμεσα σε αυτόν το σαματά. Τα δυο πλοία συρθήκαν μεταξύ τους με εκείνο το ανατριχιαστικό τρίξιμο κι ακούστηκε ο κρότος τζαμιών που σπάνε απ τα φινιστρίνια και τα φανάρια του Βέλους. Μια ομάδα πειρατών έστειλαν τους γάντζους για το ρεσάλτο πάνω απ την πρυμναία κουπαστή του γαλιονιού, κι όταν σίγουροι πια πως έπιασαν, μια ντουζίνα άγριων πειρατών σκαρφάλωσαν σαν να τους κυνηγούσαν χίλιοι δαίμονες. ''Ύπαρχος; εκτελείς πλέον χρέη κυβερνήτη, αφήνω την Αστραπή στα χέρια σου'' φώναξε ο καπετάνιος μέσα σε όλη αυτή την αναμπουμπούλα.
''Στις διαταγάς σου καπετάνιο'' αποκρίθηκε στενάχωρα ο Ύπαρχος μιας και λαχταρούσε να βρεθεί κι αυτός πάνω στο γαλιόνι δίνοντας μια ακόμη μάχη στο πλευρό του παλιού συμπολεμιστή του, καθώς ο καπετάνιος με το σπαθί στην θήκη έβαζε το μαχαίρι του ανάμεσα στα δόντια για να τεθεί αρχηγός της δεύτερης ομάδας επίθεσης με τους άντρες που μόλις μάζεψαν τα πανιά.
Στην κουπαστή του Βέλος μια ντουζίνα απ το πλήρωμά του με τσεκούρια πελεκούσαν τα σκοινιά των γάντζων ενώ οι σύντροφοί τους πυροβολούσαν όσους σκαρφάλωναν στο πλοίο τους. Ένας πειρατής σκαρφάλωνε γοργά έχοντας σχεδόν φτάσει στην κουπαστή όταν ένας Εγγλέζος ναύτης έκοψε με μια τσεκουριά το σκοινί του γάντζου, ρίχνοντάς τον σαν ώριμο φρούτο που πέφτει απ τον αγέρα. Ο άτυχος έπεσε στο κενό ανάμεσα στα δυο πλοία, έμεινε μια στιγμή στην επιφάνεια μα καθώς τα δυο πλοία ξανακόλλησαν σύνθλιψαν το δύστυχο κορμί του. ''Γάντζους!!! κι άλλους γάντζους!'' έκραξε δυνατά κι οργισμένα ο καπετάνιος, κι ο γίγαντας αδερφοποιτός του μαντεύοντας παρά ακούγοντας την επιθυμία του πλοιάρχου πέταξε τρείς μαζί σαν άλλος αρχαίος σφαιροβόλος, με το σχοινί του ενός να μπλέκεται στο μπράτσο του πλοίαρχου.
Το άρπαξε κι αφού τράβηξε μια να βεβαιωθεί πως έπιασε έκανε ένα σάλτο στο κενό σκαρφαλώνοντας ταυτόχρονα στο σκοινί για να πάρει ύψος εκμεταλλευόμενος την ταλάντωση, ενώ οι μπότες του βρόντηξαν πάνω στην πρύμνη του Βέλους. Είχαν δει τα μάτια του πολλά ρεσάλτα μα και πολλούς άντρες να χάνονται από κομμένα σκοινιά την τελευταία στιγμή πριν ανεβούν στην κουπαστή. Η σκέψη και μόνο μαζί με την λύσσα της μάχης τον όπλισαν με περίσσεια δύναμη μα κι ευκινησία, και έκαναν το κορμί του να πετάξει θαρρείς πάνω απ την κουπαστή, και να πατήσει το κατάστρωμα του Βέλους. Τώρα λες κι ο κόσμος ντύθηκε με άλλα χρώματα μπροστά του βαμμένος απ το μίσος και το φονικό αμόκ που κυρίευαν την ψυχή του, μίσος γιατί αυτοί εδώ του έκλεψαν και κρατούσαν αιχμάλωτη την αγαπημένη του και φονική έξαψη εξαιτίας της φωνής του αίματος των αντρών του που χαν σκοτωθεί έτσι βάναυσα απ τα Εγγλέζικα κανόνια μπρος στα μάτια του, ανήμπορος να τους σώσει.
Δεν πάτησε καλά καλά στα δυο του πόδια και μια σκιά έπεσε μπρος του. Κουνούσε πάνω απ το κεφάλι του ένα διπλό τσεκούρι αυτός ο γίγαντας θέλοντας να τον αποκεφαλίσει, έστριψε το κορμί του κι έγινε σαν την έχιδνα λίγο πριν το φονικό δάγκωμά της ενώ άρπαξε το μαχαίρι που χε φυλακίσει μες τα δόντια του, και γοργά τεντώθηκε χώνοντας την λεπίδα κάτω απ την μακριά τετράγωνη γενειάδα του αντιπάλου του παίρνοντας του το λαιμό ευθύς αμέσως. Μήτε ρόγχο δεν πρόλαβε να βγάλει ενώ τα μάτια του ανοιγόκλεισαν με απορία κι η ψυχή του αποχωρίστηκε με μιας απ το κορμί του.
Ο πλοίαρχος πάτησε πάνω στο πτώμα του νεκρού κι έβγαλε τη λεπίδα απ το λαιμό του. Η καρωτίδα είχε κοπεί και με το τράβηγμα του μαχαιριού ένας πίδακας από αίμα τινάχθηκε κι έβαψε το χέρι και την μπότα του. Μια ντουζίνα απ το πλήρωμα της Αστραπής είχαν ανεβεί στο γαλιόνι πριν από τον πλοίαρχο κι από ένστικτο και πείρα χρόνων, δίχως να τους διατάξει είχαν φτιάξει αμυντικό κλοιό πάνω απ τους γάντζους των συντρόφων που ανέβαιναν κι αυτοί. Γρήγορα κι ασφαλείς οι υπόλοιποι πειρατές πάτησαν στο κατάστρωμα του Βέλους κι όρμησαν μπρος με ιαχές θριάμβου.
''Επάνω τους γενναίοι μου! Εμπρός λεβέντες για τον καπετάνιο και την Αστραπηηηη!''
''Μαζί μου όλοι!'' βρυχήθηκε μαζί τους κι ο πλοίαρχος μεθυσμένος από την έξαψη της μάχης και της εκδίκησης που έκαιγε τα τρίσβαθα της καρδιάς του σαν την φωτιά της κόλασης που καίει τις ψυχές,
  τώρα η φρενίτιδα ήταν μεταδοτική, όπως η οσμή του αίματος στους καρχαρίες καθώς πέφτουν πάνω σε κοπάδια τόνων. Οι λυκοκραυγές του πληρώματος ακούγονταν παντού καθώς εφορμούσαν πάνω στους ναύτες του Εγγλέζικου γαλιονιού σκορπώντας γύρω τους το αίμα και τον θάνατο.
Οι πιστόλες και τα μουσκέτα είχαν αδειάσει και δεν υπήρχε ευκαιρία να ξαναγεμίσουν. Τώρα η μάχη γινόταν σώμα με σώμα κάτω απ το κάσαρο σμίγοντας σε μια ανθρώπινη μπάλα που δέχονταν κι έδινε το θάνατο , κι οι κραυγές κι οι βρισιές έσμιγαν με τους μακρόσυρτους θρήνους και τα βογγητά των πληγωμένων και των ετοιμοθάνατων.....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Λογότυπο Αστραπής

zwani.com myspace graphic comments
Πατώντας

Εδώ

Θα λάβετε το λογότυπό μου
στο BLOG σας
Αστραπή