Το σκαρί κλυδωνιζόταν κάθε φορά που το χτυπούσε η θάλασσα. Μια τεράστια τρύπα έχασκε στην πρύμνη σαν δαγκωματιά καρχαρία, μόνο που τούτη εδώ ήταν απ' τα Σπανιόλικα κανόνια...είχε δει πολλά τέτοια στην μακρόχρονη πορεία της η Αστραπή.
Στο κατάστρωμα βασίλευε η απόλυτη αταξία καθώς κάβοι, κομμάτια απ΄τα κατάρτια και βολίδες κανονιών κυλούσαν απ την μεριά στην άλλη χτυπώντας κάθε τόσο στην βάση της κουπαστής. Βογγητά και επιθανάτιοι ρόγχοι αντηχούσαν παντού απ' τους πληγωμένους.
Μα το πλήρωμα δεν έδινε καμιά σημασία καθώς είχε μαζευτεί κάτω απ' την γέφυρα, έξω απ' την καμπίνα του καπετάνιου.
Μέσα δυό μερόνυχτα χαροπάλευε ο Μάθιου ο "μαιμουδάκος", ο μικρός βοηθός του πρυμνιού πυροβολητή. Όλο το τσούρμο αγαπούσε και προστάτευε τον μικρό, ο καθείς με τον τρόπο του. Και τώρα ο "μαιμουδάκος" έδινε την κρισιμότερη μάχη για την ζωή του. Δέχθηκε βλέπεις πάνω στην φωτιά της μάχης, την κανονιά στο πόστο του την ώρα που έσκυβε να πιάσει την μπάλα για τον κανονιέρη του. Το χτύπημα ήταν βαρύ, ο πυροβολητής το δέχτηκε κατάστηθα κι έφυγε του τόπου. Ο Μάθιου χτυπήθηκε απ' τα θραύσματα του κανονιού στην κοιλιά. Άσχημο χτύπημα απ' αυτά που δεν γλυτώνεις, μα σβήνεις με θάνατο αργό.
Αυτό δεν μπορούσε το τσούρμο να πιστέψει, πως η μοίρα επιφύλασσε για τον μικρό τέτοιο σκληρό τέλος. Τον αγαπούσαν και τον θάυμαζαν τον μικρούλι για το θάρρος του και την ετοιμότητα του. Πάντα πρώτος στο πόστο του, κι ο άτιμος πάντα σβέλτος σαν μαϊμού να σκαρφαλώνει τα ξάρτια. Απ αυτήν του την ικανότητα κέρδισε το παρατσούκλι του. Τώρα αργοσβήνει στην κουκέτα του καπετάνιου με τον ίδιον άγρυπνο να στέκει στο προσκεφάλι του για ότι χρειαστεί και με την μπιστόλα του κολλημένη στο κεφάλι του κομπογιαννίτη γιατρού που του έφερε χτες το τσούρμο απ' το ψαροχώρι.
Έκανε ότι μπορούσε, έλεγε και ξανάλεγε ο γιατρουδάκος στον καπετάνιο ιδροκοπώντας, κάθε φορά που έβγαζε τα ματωμένα πανιά απ' την πληγή. Δυο μαύρες τρύπες έχασκαν στην κοιλιά του Μάθιου, σαν τα μαύρα μάτια του Χάρου που όλο και ζύγωνε να τον πάρει στην αγκαλιά του.
Ο καπετάνιος ανέκφραστος το κοιτούσε βλοσυρά κρατώντας πάντα την μπιστόλα κολλημένη στο κεφάλι του. Μέσα του έβραζε που έβλεπε τον μικρό να σβήνει μπρος στα μάτια του κι αυτός ανήμπορος να κάνει κάτι. Μα δεν μπορούσε να μην θαυμάσει και να μην επαινέσει το θάρρος του μικρού που δεν είχε βγάλει μήτε ένα βογγητό, μήτε μια μικρή κραυγή πόνου. Κοίταζε συνέχεια με τα γαλανά του μάτια μισόκλειστα απ' την εξάντληση, τον καπετάνιο του και τον παρηγορούσε. Του ζητούσε κάθε δυο και τρεις συγνώμη που ήταν τόσο απρόσεκτος και τραυματίστηκε, και τώρα ποιός θα ανεβαίνει σβέλτα στο κατάρτι να αλλάξει σημαία αν χρειαστεί να παραπλανήσουν τον εχθρό.
Τέτοια σκεφτόταν κι έλεγε κάνοντας διαρκώς την καρδιά του Captain Alexander Constantin κομμάτια....
Στο κατάστρωμα βασίλευε η απόλυτη αταξία καθώς κάβοι, κομμάτια απ΄τα κατάρτια και βολίδες κανονιών κυλούσαν απ την μεριά στην άλλη χτυπώντας κάθε τόσο στην βάση της κουπαστής. Βογγητά και επιθανάτιοι ρόγχοι αντηχούσαν παντού απ' τους πληγωμένους.
Μα το πλήρωμα δεν έδινε καμιά σημασία καθώς είχε μαζευτεί κάτω απ' την γέφυρα, έξω απ' την καμπίνα του καπετάνιου.
Μέσα δυό μερόνυχτα χαροπάλευε ο Μάθιου ο "μαιμουδάκος", ο μικρός βοηθός του πρυμνιού πυροβολητή. Όλο το τσούρμο αγαπούσε και προστάτευε τον μικρό, ο καθείς με τον τρόπο του. Και τώρα ο "μαιμουδάκος" έδινε την κρισιμότερη μάχη για την ζωή του. Δέχθηκε βλέπεις πάνω στην φωτιά της μάχης, την κανονιά στο πόστο του την ώρα που έσκυβε να πιάσει την μπάλα για τον κανονιέρη του. Το χτύπημα ήταν βαρύ, ο πυροβολητής το δέχτηκε κατάστηθα κι έφυγε του τόπου. Ο Μάθιου χτυπήθηκε απ' τα θραύσματα του κανονιού στην κοιλιά. Άσχημο χτύπημα απ' αυτά που δεν γλυτώνεις, μα σβήνεις με θάνατο αργό.
Αυτό δεν μπορούσε το τσούρμο να πιστέψει, πως η μοίρα επιφύλασσε για τον μικρό τέτοιο σκληρό τέλος. Τον αγαπούσαν και τον θάυμαζαν τον μικρούλι για το θάρρος του και την ετοιμότητα του. Πάντα πρώτος στο πόστο του, κι ο άτιμος πάντα σβέλτος σαν μαϊμού να σκαρφαλώνει τα ξάρτια. Απ αυτήν του την ικανότητα κέρδισε το παρατσούκλι του. Τώρα αργοσβήνει στην κουκέτα του καπετάνιου με τον ίδιον άγρυπνο να στέκει στο προσκεφάλι του για ότι χρειαστεί και με την μπιστόλα του κολλημένη στο κεφάλι του κομπογιαννίτη γιατρού που του έφερε χτες το τσούρμο απ' το ψαροχώρι.
Έκανε ότι μπορούσε, έλεγε και ξανάλεγε ο γιατρουδάκος στον καπετάνιο ιδροκοπώντας, κάθε φορά που έβγαζε τα ματωμένα πανιά απ' την πληγή. Δυο μαύρες τρύπες έχασκαν στην κοιλιά του Μάθιου, σαν τα μαύρα μάτια του Χάρου που όλο και ζύγωνε να τον πάρει στην αγκαλιά του.
Ο καπετάνιος ανέκφραστος το κοιτούσε βλοσυρά κρατώντας πάντα την μπιστόλα κολλημένη στο κεφάλι του. Μέσα του έβραζε που έβλεπε τον μικρό να σβήνει μπρος στα μάτια του κι αυτός ανήμπορος να κάνει κάτι. Μα δεν μπορούσε να μην θαυμάσει και να μην επαινέσει το θάρρος του μικρού που δεν είχε βγάλει μήτε ένα βογγητό, μήτε μια μικρή κραυγή πόνου. Κοίταζε συνέχεια με τα γαλανά του μάτια μισόκλειστα απ' την εξάντληση, τον καπετάνιο του και τον παρηγορούσε. Του ζητούσε κάθε δυο και τρεις συγνώμη που ήταν τόσο απρόσεκτος και τραυματίστηκε, και τώρα ποιός θα ανεβαίνει σβέλτα στο κατάρτι να αλλάξει σημαία αν χρειαστεί να παραπλανήσουν τον εχθρό.
Τέτοια σκεφτόταν κι έλεγε κάνοντας διαρκώς την καρδιά του Captain Alexander Constantin κομμάτια....
2 σχόλια:
Καλησπέρα από πολύ μακριά!
Καλησπέρα Καπετάν Χρήστο...να έχεις ήρεμες θάλασσες κι έναν ήλιο φωτεινό να σε συντροφεύει...
Δημοσίευση σχολίου