...Στην αρχή φαινόταν σαν κουκκίδα στον ορίζοντα, μα σιγά σιγά καθώς πλησίαζαν άρχισε να φαίνεται πως πρόκειται για το νησί που μήνες τώρα έψαχναν.
Όλοι στο κατάστρωμα παρακολουθούσαν τον όγκο του να μεγαλώνει και να παίρνει σχήμα. Ήταν παράξενο το θέαμα του, γιατί έμοιαζε σαν ένα αόρατο χέρι να τέντωνε ένα κομμάτι ζυμάρι δίνοντάς του μια ακαθόριστη μορφή. Όσο πλησίαζαν ολοένα και πιο πολύ έμοιαζε με καρβέλι, που λες και του χαν φάει τις δυο άκρες αφήνοντας μικρά κομμάτια από μπουκιές γύρω του. Μάλλον γιαυτό το χαν ονοματίσει οι πειρατές Νησί το καρβελιού ή Μπουκoνήσι.
Ο καπετάνιος κρατούσε το τιμόνι στα στιβαρά του χέρια και με επιδέξιες μανούβρες έφερνε πιο κοντά την Αστραπή στο παράξενο νησί, αποφεύγοντας τους υφάλους που κρύβονταν ύπουλα έτοιμοι να τσακίσουν την καρίνα του πλοίου. Η Αστραπή έγερνε απαλά σε κάθε τιμονιά του καπετάνιου της κι αδιαμαρτύρητα έπαιρνε την πορεία που τις έδινε, βγάζοντας που και που κανένα τρίξιμο καθώς ο πρόβολος δέχονταν την πίεση απ το μπομπρέσο και την αντένα του Τουρκέτου.
Σιγά όσο πλησίαζαν το νησί, άρχιζε να φαίνεται το αφρισμένο κύμα που έσκαγε με δύναμη πάνω στα δαγκωμένα βράχια, δίνοντάς σου την εντύπωση πως έπαιρνε ακόμα μια μπουκιά στο φεύγα του.
Μια συστάδα από γκριζοπράσινα δάση κάλυπταν την μέση του νησιού με μια αχνή ομίχλη να στέκεται από πάνω τους, ήταν λες και φόραγαν καπέλο. Στη βάση και πιο χαμηλά κάποια μπαλώματα από κίτρινη άμμο έκαναν δειλά την εμφάνισή τους και την εικόνα συμπλήρωναν μερικοί λοφίσκοι, που ξεπρόβαλαν μέσα απ την βλάστηση άλλοι καλυμμένοι από συστάδες, κι άλλοι γυμνοί σκελετωμένοι βράχοι.
Ο καπετάνιος συνέχιζε να μανουβράρει το πλοίο φέρνοντας την Αστραπή ολοένα και πιο κοντά στο τέλος του ταξιδιού της , μέσα από ένα αόρατο κι επικίνδυνο μονοπάτι που μόνο ο ίδιος διέκρινε.
Που και που ξεπρόβαλε ξαφνικά κι από ένας φονικός ύφαλος δείχνοντας τα δόντια του στα ίσαλα της Αστραπής, μα αυτή δεν ήταν και τόσο κοντά ώστε να την πληγώσει. Τότε κι αυτός κακιωμένος κρύβονταν πάλι για λίγο απ τα απόνερα της για να αναδυθεί και πάλι με τα σαγόνια του να χάσκουν.
Η φωνή του νεαρού που έριχνε την αλυσίδα στα δεξιά και μέτραγε το βάθος ακούγονταν μονότονη:
"30...28...27...26...οι οργιές καπετάνιο", κάνοντας τον Αλεξάντερ να χαμογελά καθώς ήταν σίγουρος πως θα έβρισκε παραπάνω βάθος απ ότι την προηγούμενη φορά, μιας κι ήξερε πως η άμπωτη έκανε καλή δουλειά σκάβοντας ολοένα και πιο βαθιά το μυστικό μονοπάτι.
Αυτό που τον ανησυχούσε ήταν πάντα η απειλή του πυρετού κι οι αρρώστιες απ τα έλη που έκρυβε στα σπλάχνα του το νησί, καθώς όσο πιο κοντά του έρχονταν, τόσο ανέδιδε μια μουχλιασμένη μυρωδιά μπαγιάτικου λαρδιού που φερνε ανακατωσούρα.
Το νησί ήταν μικρό και το δάσος που κάλυπτε τον κύριο όγκο του δεν επέτρεπε την είσοδο αέρα, αυτή την εποχή που έρχονταν οι ζέστες κι οι τροπικές καταιγίδες. Τα σάπια φύλλα και κορμοί σκόρπιζαν παντού το δηλητήριο τους και τα κουνούπια μετέφεραν το φαρμάκι σε κάθε ζωντανό πλάσμα που τύχαινε να ανταμώσουν. Πολλοί άξιοι ναυτικοί έσβησαν απ τα ρίγη του πυρετού, κι είχε ακούσει αρκετές φορές να τον καταριόνται πάνω στο παραλήρημα τους, πως τους οδήγησε σε αυτή την φωλιά του θανάτου σαν τιμωρία για τα κρίματά τους.
Το πλήρωμα εργάζονταν ετοιμάζοντας τις βάρκες και την σκαμπαβία του καπετάνιου, οι περισσότεροι μουρμουρίζοντας, καθώς το αποπνικτικό νησί έφερνε πάντα μια θλίψη στην καρδιά τους κάθε φορά που έρχονταν, φοβούμενοι ο καθένας τους πως ήρθε η σειρά του να αφήσει εδώ τα κόκαλα του.
Τώρα πια έφτασαν στο σύνηθες αγκυροβόλιο κι ο όρμος έκλεισε την Αστραπή στην μουχλιασμένη αγκαλιά του. Ο καπετάνιος έκανε την τελευταία μανούβρα φέρνοντας το πλοίο παράλληλα με την στεριά, για να μην το κλυδωνίζουν τα πλευρικά κύματα και να χει τα κανόνια του στραμμένα και στο νησί, και στο πέλαγος για κάθε ενδεχόμενο. Βαριά άρχισε να κατρακυλά η άγκυρα απ τον αργάτη πέφτοντας με κρότο στο νερό, κάνοντας κάθε πετούμενο του νησιού να κράζει δυνατά και να φτερουγίζει πάνω απ το δάσος, και κάθε αγρίμι να κρυφτεί πιο βαθιά στις κρυψώνες του.
Το τσούρμο νευρικό κι ανυπόμονο περίμενε την εντολή του καπετάνιου του για να ριχτούν οι βάρκες στο νερό, να οριστούν οι σκοπιές και να ξεκινήσει η αποβίβαση.
Όλοι στο κατάστρωμα παρακολουθούσαν τον όγκο του να μεγαλώνει και να παίρνει σχήμα. Ήταν παράξενο το θέαμα του, γιατί έμοιαζε σαν ένα αόρατο χέρι να τέντωνε ένα κομμάτι ζυμάρι δίνοντάς του μια ακαθόριστη μορφή. Όσο πλησίαζαν ολοένα και πιο πολύ έμοιαζε με καρβέλι, που λες και του χαν φάει τις δυο άκρες αφήνοντας μικρά κομμάτια από μπουκιές γύρω του. Μάλλον γιαυτό το χαν ονοματίσει οι πειρατές Νησί το καρβελιού ή Μπουκoνήσι.
Ο καπετάνιος κρατούσε το τιμόνι στα στιβαρά του χέρια και με επιδέξιες μανούβρες έφερνε πιο κοντά την Αστραπή στο παράξενο νησί, αποφεύγοντας τους υφάλους που κρύβονταν ύπουλα έτοιμοι να τσακίσουν την καρίνα του πλοίου. Η Αστραπή έγερνε απαλά σε κάθε τιμονιά του καπετάνιου της κι αδιαμαρτύρητα έπαιρνε την πορεία που τις έδινε, βγάζοντας που και που κανένα τρίξιμο καθώς ο πρόβολος δέχονταν την πίεση απ το μπομπρέσο και την αντένα του Τουρκέτου.
Σιγά όσο πλησίαζαν το νησί, άρχιζε να φαίνεται το αφρισμένο κύμα που έσκαγε με δύναμη πάνω στα δαγκωμένα βράχια, δίνοντάς σου την εντύπωση πως έπαιρνε ακόμα μια μπουκιά στο φεύγα του.
Μια συστάδα από γκριζοπράσινα δάση κάλυπταν την μέση του νησιού με μια αχνή ομίχλη να στέκεται από πάνω τους, ήταν λες και φόραγαν καπέλο. Στη βάση και πιο χαμηλά κάποια μπαλώματα από κίτρινη άμμο έκαναν δειλά την εμφάνισή τους και την εικόνα συμπλήρωναν μερικοί λοφίσκοι, που ξεπρόβαλαν μέσα απ την βλάστηση άλλοι καλυμμένοι από συστάδες, κι άλλοι γυμνοί σκελετωμένοι βράχοι.
Ο καπετάνιος συνέχιζε να μανουβράρει το πλοίο φέρνοντας την Αστραπή ολοένα και πιο κοντά στο τέλος του ταξιδιού της , μέσα από ένα αόρατο κι επικίνδυνο μονοπάτι που μόνο ο ίδιος διέκρινε.
Που και που ξεπρόβαλε ξαφνικά κι από ένας φονικός ύφαλος δείχνοντας τα δόντια του στα ίσαλα της Αστραπής, μα αυτή δεν ήταν και τόσο κοντά ώστε να την πληγώσει. Τότε κι αυτός κακιωμένος κρύβονταν πάλι για λίγο απ τα απόνερα της για να αναδυθεί και πάλι με τα σαγόνια του να χάσκουν.
Η φωνή του νεαρού που έριχνε την αλυσίδα στα δεξιά και μέτραγε το βάθος ακούγονταν μονότονη:
"30...28...27...26...οι οργιές καπετάνιο", κάνοντας τον Αλεξάντερ να χαμογελά καθώς ήταν σίγουρος πως θα έβρισκε παραπάνω βάθος απ ότι την προηγούμενη φορά, μιας κι ήξερε πως η άμπωτη έκανε καλή δουλειά σκάβοντας ολοένα και πιο βαθιά το μυστικό μονοπάτι.
Αυτό που τον ανησυχούσε ήταν πάντα η απειλή του πυρετού κι οι αρρώστιες απ τα έλη που έκρυβε στα σπλάχνα του το νησί, καθώς όσο πιο κοντά του έρχονταν, τόσο ανέδιδε μια μουχλιασμένη μυρωδιά μπαγιάτικου λαρδιού που φερνε ανακατωσούρα.
Το νησί ήταν μικρό και το δάσος που κάλυπτε τον κύριο όγκο του δεν επέτρεπε την είσοδο αέρα, αυτή την εποχή που έρχονταν οι ζέστες κι οι τροπικές καταιγίδες. Τα σάπια φύλλα και κορμοί σκόρπιζαν παντού το δηλητήριο τους και τα κουνούπια μετέφεραν το φαρμάκι σε κάθε ζωντανό πλάσμα που τύχαινε να ανταμώσουν. Πολλοί άξιοι ναυτικοί έσβησαν απ τα ρίγη του πυρετού, κι είχε ακούσει αρκετές φορές να τον καταριόνται πάνω στο παραλήρημα τους, πως τους οδήγησε σε αυτή την φωλιά του θανάτου σαν τιμωρία για τα κρίματά τους.
Το πλήρωμα εργάζονταν ετοιμάζοντας τις βάρκες και την σκαμπαβία του καπετάνιου, οι περισσότεροι μουρμουρίζοντας, καθώς το αποπνικτικό νησί έφερνε πάντα μια θλίψη στην καρδιά τους κάθε φορά που έρχονταν, φοβούμενοι ο καθένας τους πως ήρθε η σειρά του να αφήσει εδώ τα κόκαλα του.
Τώρα πια έφτασαν στο σύνηθες αγκυροβόλιο κι ο όρμος έκλεισε την Αστραπή στην μουχλιασμένη αγκαλιά του. Ο καπετάνιος έκανε την τελευταία μανούβρα φέρνοντας το πλοίο παράλληλα με την στεριά, για να μην το κλυδωνίζουν τα πλευρικά κύματα και να χει τα κανόνια του στραμμένα και στο νησί, και στο πέλαγος για κάθε ενδεχόμενο. Βαριά άρχισε να κατρακυλά η άγκυρα απ τον αργάτη πέφτοντας με κρότο στο νερό, κάνοντας κάθε πετούμενο του νησιού να κράζει δυνατά και να φτερουγίζει πάνω απ το δάσος, και κάθε αγρίμι να κρυφτεί πιο βαθιά στις κρυψώνες του.
Το τσούρμο νευρικό κι ανυπόμονο περίμενε την εντολή του καπετάνιου του για να ριχτούν οι βάρκες στο νερό, να οριστούν οι σκοπιές και να ξεκινήσει η αποβίβαση.
5 σχόλια:
τι όμορφο το μπουκονήσι και ο καπετάνιος σου... γέμισε ο νους θάλασσα, δάση, αγέρι, περιπέτεια...
να είσαι καλά...
Καλήν εσπέραν σε ευχαριστώ Λύχνε για την επίσκεψη και το όμορφο σχόλιο σου. Χαίρομαι που ταξιδεύετε μαζί με την Αστραπή στις περιπέτειες της.
Να είσαι καλά με υγεία και χαμόγελο, Καλό Σ/Κ
Καλημέρα Κώστα,
Μάλλον η Αστραπή είναι το λιμανάκι του πληρώματος και όχι το νησί.
:-)
Καλή Μεγάλη Εβδομάδα φίλε μου.
Μύρισε θάλασσα...Οι γλάροι κατεβαίνουν στο χέρι μου να τους ταίσω...Αρνούμαι να πιάσω λιμάνι! θα μείνω εδώ...πλάι στο μπούσουλα...να ψάξω στα λόγια σου τη χώρα του ονείρου...
Αγαπητές μου φίλες με συγχωρείται που άργησα να απαντήσω, μου διέφυγαν τα σχόλια σας. Τώρα τα είδα.
Να είστε καλά και Καλή Ανάσταση!
Δημοσίευση σχολίου