...Σκέψεις και συναισθήματα, κέρασμα στον ταξιδιώτη...

Τρίτη 15 Μαρτίου 2011

Captain Alexander (μια ακομα περιπέτεια)

πειρατικές ελεγείες

   Το νησί είχε κουρνιάξει βαθιά, κάτω στον ορίζοντα χρυσοστόλιστο με κόκκινες τις μπούκλες των ηλιαχτίδων απ το πρωινό πούσι. Η δουκέσα γερμένη στο μπράτσο της κουπαστής, θωρούσε το νησί απ το χάραμα σαν ένιωσε από διαίσθηση πως φάνηκε η στεριά. Ένιωθε σα λαγοκυνηγός την υγρασία της γης, τα ξινισμένα φύλλα κι άκουγε την ίδια της την ανάσα σαν άλογο να καλπάζει. Ένιωσε θαρρείς, την ίδια τη ψυχή της μαζί με τον οπτήρα πάνω στο κατάρτι να φωνάζει, κάνοντας τον καπετάνιο να αλαφιαστεί, γυρνώντας τρέχοντας σχεδόν, από την πρύμνη, και το τσούρμο να παρατήσει συνεργα και δουλειές, για να αγναντέψουν, αρχίζοντας το μουρμουρητό τους.

    Ο καπετάνιος πρόσταξε: '' εμπρός τιμόνι ανάποδα, πάμε..'' με φωνή που ακούστηκε ήρεμη μα δυνατή μέχρι τ αμπάρια. Ο ναύκληρος που κανε χρέη υποπλοιάρχου επανέφερε το πλήρωμα στα πόστα τους, με το κουρμπάτσι να σκίζει τον αέρα σα χαρτί και με το παγωμένο βλέμμα, όλοι ευθύς σκορπίσανε γκρινιάζοντας. Πάνε βδομάδες τώρα, που ο λυσσασμένος άνεμος κι καταχνιά του μολυβένιου ουρανού, είχαν φυλακίσει μια τον ήλιο δυο το φεγγάρι σκεπάζοντας τα άστρα με την κάπα της μουντάδας.
Μόνη βοήθεια για την ρότα της Αστραπής, η πυξίδα και το γερακίσιο ένστικτο του πλοιάρχου, που ξερε τούτα τα νερά σαν τις φούχτες του. Ακόμα σαπίζουν στα κοραλλένια βράχια όσοι αψήφισαν την άγνοιά τους, και μπήκαν σ' αυτήν εδώ τη στράτα, αχαρτογράφητη για τους πολλούς.
    Ο καπετάνιος ότι είχε σηκωθεί από το στρώμα, τα μαγουλά είχαν πάνω τους του ύπνου το κοκκινάδι,  κι κατσαρή του χαίτη πυκνή και μαύρη, του κάλυπτε σχεδόν δυο αναμμένα κάρβουνα που χε μαθές για μάτια.
    Η δουκέσα ένιωσε πάλι να τρέμει το πετσί της από το ρίγος, καθώς το κορμί της αντιδρούσε στην παρουσία του άντρα που την φόβιζε μα και την γοήτευε την ίδια στιγμή, ερεθίζοντας την. Ο πλοίαρχος ντυμένος με βιάση είχε ανοιχτή την λινή του πουκαμίσα Το δέρμα σαν καλογυαλισμένος μπρούτζος λείο, έφερε στη θύμησή της, κείνο το πρωινό που ένιωσε τα μάτια του να τρώνε την ψυχή της. Κεινο το πρωί που παράτησε το 'μερόλογιό, της και βγήκε απ την καμπίνα σαν άκουσε νερό να πλατσουρίζει κι εκείνον τον παράξενο ήχο που κανε η τρόμπα.
     Ένας κόμπος έπνιξε την κραυγή που έβγαινε απ τα στήθια, και το ξάφνιασμά  της την έκανε να πισωγυρίσει, ρίχνοντας την κάπα της στο σανίδι. Ο καπετάνιος στέκονταν στη μέση του καραβιού γυμνός μόνο με τη κοντή κιλότα του, κάτω από έναν χειμαρρώδη πίδακα νερού, που ιδροκοπώντας έβγαζαν δυο ναύτες με την τρόμπα.
     Αυτός με χέρια ανοιχτά, έδειχνε να απολαμβάνει το κρύο νερό που κυλούσε απο τους μαύρους βοστρύχους, στο αγαλματένιο στήθος κι απ' εκεί στη σμιλευτή κοιλιά του. Η δουκέσα ζαλισμένη, έμεινε στήλη άλατος με μάτι σα γαρίδα, ανίκανη να πάρει το βλέμμα της από πάνω του.
     Οι δυο ναύτες συνέχισαν να αντλούν το νερό χαζογελώντας και κοιτάζοντάς την κατάματα. Αντίκρυ της είχε έναν αρχαίο Έλληνα Θεό, με πλατύς ώμους και στιβαρά μπράτσα, στενή μέση και δυνατά μακριά πόδια. Το περίγραμμα του ανδρισμού του ζωντάνεψε το φίδι του πειρασμού της, το μήλο και η εύα, κάνοντάς την να βογκήξει με τα μάγουλα ζωγραφισμένα στο χρώμα της επιθυμίας.
    Ο πλοίαρχος σαν την άκουσε βγήκε απ τον πίδακα νερού που τον έλουζε τινάζοντας τα μαλλιά που έφραζαν τα μάτια του. Την ατένιζε ακίνητη να μη μπορεί να πάρει το βλέμμα της από πάνω του, ενώ τα νερά έσταζαν στο κορμί του στραφταλίζοντας στο φως του ηλίου. ''Καλημέρα αρχόντισσα μου'' είπε αργά και σιγανά. ''Μπας και με ζυγιάζεται σαν τον ράφτη που παίρνει μέτρα για την φορεσιά μου;'' Στο άκουσμα της φωνής του ρίγησε, κι έσπασε το δίχτυ της γοητείας που την μάγευε, τρέχοντας σαν τον σίφουνα, να χωθεί ξανά μες την καμπίνα της κλείνοντας την πόρτα στη ντροπή.

    Ενώ τα σωθικά της καίγονταν σε κάθε της βαριά ανάσα, οι τρίχες στο σβέρκο την τρυπούσαν σαν  χιλιάδες βελόνες, κι άλλα μέρη του κορμιού της έπαιρναν φωτιά, γονάτισε στο Θεό να ζητήσει συγχώρεση για την αδυναμία της και το ανάξιο της κρίμα. Ήταν κάτι που χε κάνει αρκετές φορές στη ζωή της, μα ποτέ με τόση θέρμη και ειλικρίνεια όσο τούτη την ώρα. Στις επόμενες μέρες προσπαθούσε να περνά αόρατη, και μακριά απ το σπινθηροβόλο βλέμμα του, που δεν την είχε κοροϊδέψει ούτε μια στιγμή, κάνοντάς την να ντρέπεται ακόμα πιο πολύ.

    Θωρώντας τον τώρα να δίνει οδηγίες στο πλήρωμα και να είναι ο ίδιος στο τιμόνι αποφεύγοντας τις επικίνδυνες ξερες, βρίσκοντας το αόρατο μονοπάτι που μόνο αυτός γνώριζε, αισθάνθηκε ξανά την ίδια φλόγα να καίει το κορμί, γαργαλώντας τις ρίζες των μαλλιών της κι έριξε τη ματιά της πέρα στην απέναντι ξέρα.
   Τα ξάρτια με τα άρμπουρα έτριζαν σε κάθε μανούβρα και το σκαρί της Αστραπής άφηνε ένα μακρύ συρτό αναστεναγμό σκίζοντας το κύμα κάθε που άλλαζε πλευρό.
   Έστρεψε το κεφάλι της στη γέφυρα, κι είδε τον κύρη και πατέρα της να συνομιλεί με τον Ύπαρχο δείχνοντάς του ζωηρά την στεριά με πρόσωπο αναψοκοκκινισμένο από την έξαψη της προσμονής......

6 σχόλια:

Apokalipsis999 είπε...

Ενδιαφέρον κείμενο. Από πιο βιβλίο είναι το απόσπασμα;

Nostalgos είπε...

...μια περιπλανώμενη καρδιά έζησε και κινήθηκε στα πέλαγα τον καιρό που άνθιζε η πειρατεία, πέρασε από χιλιάδες κύματα κι είδε πολλές φόρες τον ήλιο να ανατέλει και να δύει, έως ότου η μοίρα του τον οδήγησε από ξεπεσμένος ευγενής να μεταμορφωθεί σε Captain Alexanter Konstantin. Πειρατής από άποψη και με ιδεολογία καταπιάστηκε με πολλά και κυρίως στην πάλη κατά της τυραννίας. Μέσα από έρωτες πάθη και ενάντια σε δολοπλοκίες αναζητούσε πάντα την ευτυχία της οικογενειακής γαλήνης παίρνοντας μόνο σταγόνες θαλπωρής κατά καιρούς....
Ο Captain Alexanter Konstantin και οι περιπέτειες του είναι το βιβλίο που γράφω αρκετό καιρό τώρα και αποσπάσματά του δημοσιεύονται εδώ. Κάποια στιγμή @Apokalipsis ίσως βρει την ροτα προς το τυπογραφείο και ζήσετε κι άλλοι τα ταξίδια του...Ίδωμεν

Ανώνυμος είπε...

Οσοι ακουμπησαν για λιγο στην κουπαστη του "Χιουρον",γνωρισαν τον καπτεν Μανγκο Σαιντ Τζων και τις ανασφαλειες αλλα και το πεισμα της Δοκτορος Μπαλανταιν αδημονουν να ακολουθησουν και το ταξιδι αυτο.Θα περιμενω με το μπαουλο μου ετοιμο να φορτωθει στο κλιπερ Αστραπη την προσκλησή σας κυριε...

Nostalgos είπε...

Με το καλό να ορίσετε φίλε μου Περίοπα στο κατάστρωμα. Ελπίζω να απολαύσετε το ταξίδι και να μοιραστούμε τις περιπέτειες της Αστραπής. Μοναχά που η Αστραπή του Captain Alexander είναι μια τροποποιημένη Ισπανική Γαλέρα του 1600, κι όχι κλίπερ όπως του πολύ αγαπητού μας κυρίου Σμιθ....

Ανώνυμος είπε...

Τοτε ελπιζω οτι θα μου επιτραπει η παραμονη σε μια ακρη της γεφυρας στη γαλερα για να αυξησω λιγο τις γνωσεις μου στη χρηση εξαντα και πυξιδας.Με την αδεια του καπετανιου παντα φυσικα..Ακομα και βαρδια στο τιμονι μπορω αν χρειαστειτε Καπτεν..

Nostalgos είπε...

Αγαπητέ μου Φίλε με το καλό να ορίσετε. Όλοι οι καλοί χωράνε, είμαστε πειρατές από άποψη κι ιδεολογία κι όχι "κουρσάροι" πλιατσικολόγοι. Άλλωστε σημασία έχει η μαγεία του ταξιδιού και οι εμπειρίες που αποκομίζουμε κι όχι τόσο η θέση που καταλαμβάνουμε. Ο καθένας βοηθά κατά την ανάγκη του πλοίου και λαμβάνει κατά την χρεία του ώστε να εκπληρωθεί ο σκοπός του ταξιδιού. Σε περιμένουμε λοιπόν στο πρώτο αραξοβόλι. Καλή αντάμωση.

Λογότυπο Αστραπής

zwani.com myspace graphic comments
Πατώντας

Εδώ

Θα λάβετε το λογότυπό μου
στο BLOG σας
Αστραπή