Ήταν μια θάλασσα ψυχρή και δύστροπη, σαν μια γυναίκα ανέραστη και περασμένης ηλικίας που άθελα της βασανίζει ακόμα κι ότι αγαπάει. Οι ναυτικοί προτιμούσαν τα νερά αυτά παρά να διακινδυνεύσουν μια ροτα από τα Στενά του Δράκου τα οποία μαστιγώνονταν από καταιγίδες και ακούγεται πως κατοικούσαν εκεί τρομερά θαλάσσια τέρατα.
Στο κατάστρωμα της σκούνας ο Αλεξάντερ Κονσταντίν τυλιγμένος με τον μανδύα του αγνάντευε το συννεφιασμένο ορίζοντα με το πρωινό ρίγος να του χαϊδεύει την ραχοκοκκαλιά. Ο καπετάνιος μια γεροδεμένη μορφή με ασκητικά χαρακτηριστικά κουσούρι απ' την ζωή της θάλασσας έκοβε με το μάτι τον επιβάτη του. Κάτι πάνω του τον έκανε ξέρει πως τούτος 'δω κουβάλαγε μαζί του μπελάδες όπως η μέλισσα το μέλι. Ας είναι μονολόγησε εντός του, πλήρωσε καλά το ναύλο του και μάλιστα μπροστάντζα...
τον πλησίασε με προσοχή αργά αργά κρατώντας μια τσότρα ρούμι ενώ το κατάστρωμα κλυδωνιζόταν απ το σκαμπανέβασμα της σκούνας πάνω στα κύματα. Πιάστηκε απ τα ξάρτια κι άπλωσε το ζερβί του για να δώσει το πιοτί, μα ο ξένος τον πρόλαβε κι άπλωσε το δικό του δίχως ακόμα να στρέψει το βλέμμα η' το κορμί σαστίζοντας τον με την σβελτάδα του. Το δίχως άλλο τούτος ο άντρας είναι ψημένος σε πολλά, και με τ' αυτί του πάντα τεντωμένο.
"Ευχαριστώ" είπε ο ταξιδιώτης ευγενικά ρουφώντας ήρεμα μια γουλιά απ το ρούμι. "Πόσο να κάνουμε ακόμα μέχρι το λιμάνι καπετάνιο;" είπε παρόλο που 'ξερε ήδη την απόσταση αλλά ήθελε να βγάλει τον άλλον απ' την δύσκολη θέση, καπετάνιος ήτανε μαθές.
"Πλέουμε αργά ένεκα του καιρού μα θα μαστέ στο Ακρωτήρι πριν το σούρουπο." Η Μαραζιών ήταν απ' τα μεγάλα λιμάνια κι εμπορικός σταθμός σε όλο το Ακρωτήρι του Βαρέστε. "Σκέφτομαι πόσο ακόμα θα μπορούμε να αρμενίζουμε σε τούτα τα νερά με την αναμπουμπούλα του πολέμου πάνω στα κεφάλια μας... έχουν μεγάλο παρελθόν οι πειρατές εδώ με τις δουλειές τους. Και με την αφορμή του πολέμου σίγουρα θα τις επεκτείνουν στο μέλλον." Αποκρίθηκε ο καπετάνιος της σκούνας σκυμμένος πάνω απ την κουπαστή. Ο Αλεξάντερ έκανε ένα γνέψιμο αδιάφορα μη θέλοντας να δείξει πόσο σημαντικό ήταν γιαυτόν οι πειρατές και τα λημέρια τους, όντας κι ο ίδιος πειρατής κι ουδείς θα δίσταζε στιγμή να τον κρεμάσει στην είσοδο του λιμανιού αν αποκαλυπτόταν η ταυτότητά του.
Το σούρουπο σαν έδωσε την θέση του στο παγωμένο βράδυ αποβιβαζόταν στο λιμάνι της Μαραζιών κι αμέσως διέκρινε της χαρακιές του πολέμου ολόγυρά του. Παντού υπήρχαν φήμες κι οι άνθρωποι συνωστίζονταν, καθώς μιλούσαν για πολεμιστές η' παλικάρια που χάθηκαν απ την φωτιά της μάχης.
Προσπαθούσε να καταλάβει ποια ήταν η έκβαση του πολέμου καθώς υπήρχαν πολλές αντικρουόμενες διαδόσεις, μα το σίγουρο ήταν πως η καθοριστική μάχη ακόμη δεν είχε δοθεί....
Στο κατάστρωμα της σκούνας ο Αλεξάντερ Κονσταντίν τυλιγμένος με τον μανδύα του αγνάντευε το συννεφιασμένο ορίζοντα με το πρωινό ρίγος να του χαϊδεύει την ραχοκοκκαλιά. Ο καπετάνιος μια γεροδεμένη μορφή με ασκητικά χαρακτηριστικά κουσούρι απ' την ζωή της θάλασσας έκοβε με το μάτι τον επιβάτη του. Κάτι πάνω του τον έκανε ξέρει πως τούτος 'δω κουβάλαγε μαζί του μπελάδες όπως η μέλισσα το μέλι. Ας είναι μονολόγησε εντός του, πλήρωσε καλά το ναύλο του και μάλιστα μπροστάντζα...
τον πλησίασε με προσοχή αργά αργά κρατώντας μια τσότρα ρούμι ενώ το κατάστρωμα κλυδωνιζόταν απ το σκαμπανέβασμα της σκούνας πάνω στα κύματα. Πιάστηκε απ τα ξάρτια κι άπλωσε το ζερβί του για να δώσει το πιοτί, μα ο ξένος τον πρόλαβε κι άπλωσε το δικό του δίχως ακόμα να στρέψει το βλέμμα η' το κορμί σαστίζοντας τον με την σβελτάδα του. Το δίχως άλλο τούτος ο άντρας είναι ψημένος σε πολλά, και με τ' αυτί του πάντα τεντωμένο.
"Ευχαριστώ" είπε ο ταξιδιώτης ευγενικά ρουφώντας ήρεμα μια γουλιά απ το ρούμι. "Πόσο να κάνουμε ακόμα μέχρι το λιμάνι καπετάνιο;" είπε παρόλο που 'ξερε ήδη την απόσταση αλλά ήθελε να βγάλει τον άλλον απ' την δύσκολη θέση, καπετάνιος ήτανε μαθές.
"Πλέουμε αργά ένεκα του καιρού μα θα μαστέ στο Ακρωτήρι πριν το σούρουπο." Η Μαραζιών ήταν απ' τα μεγάλα λιμάνια κι εμπορικός σταθμός σε όλο το Ακρωτήρι του Βαρέστε. "Σκέφτομαι πόσο ακόμα θα μπορούμε να αρμενίζουμε σε τούτα τα νερά με την αναμπουμπούλα του πολέμου πάνω στα κεφάλια μας... έχουν μεγάλο παρελθόν οι πειρατές εδώ με τις δουλειές τους. Και με την αφορμή του πολέμου σίγουρα θα τις επεκτείνουν στο μέλλον." Αποκρίθηκε ο καπετάνιος της σκούνας σκυμμένος πάνω απ την κουπαστή. Ο Αλεξάντερ έκανε ένα γνέψιμο αδιάφορα μη θέλοντας να δείξει πόσο σημαντικό ήταν γιαυτόν οι πειρατές και τα λημέρια τους, όντας κι ο ίδιος πειρατής κι ουδείς θα δίσταζε στιγμή να τον κρεμάσει στην είσοδο του λιμανιού αν αποκαλυπτόταν η ταυτότητά του.
Το σούρουπο σαν έδωσε την θέση του στο παγωμένο βράδυ αποβιβαζόταν στο λιμάνι της Μαραζιών κι αμέσως διέκρινε της χαρακιές του πολέμου ολόγυρά του. Παντού υπήρχαν φήμες κι οι άνθρωποι συνωστίζονταν, καθώς μιλούσαν για πολεμιστές η' παλικάρια που χάθηκαν απ την φωτιά της μάχης.
Προσπαθούσε να καταλάβει ποια ήταν η έκβαση του πολέμου καθώς υπήρχαν πολλές αντικρουόμενες διαδόσεις, μα το σίγουρο ήταν πως η καθοριστική μάχη ακόμη δεν είχε δοθεί....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου