...Σώπασε για δυο στιγμές ο "Εβραίος" και συλλογιζότανε πόσες πιθανότητες είχε με το μέρος του να μην δώκει φράγκο του "Χοντρού". Ήξερε πως είναι θέμα τύχης, αλλά κι ο Ντίνος μόνο κορόιδο δεν είναι. Για να τον κοντράρει έτσι ανοιχτά κάτι είχε σκαρφιστεί. Αλλά κι η ώρα σήκωνε μεγάλες αποφάσεις, αν έκανε πίσω θα πρεπε να πληρώσει και να λουστεί την καζούρα του κιοτή, κι αυτό δεν σύμφερνε καθόλου.
"Πάει ή μου δίνεις 50 χήνες ή σου δίνω τα διπλά απ οτι κερδίσεις" σφύριξε σκυθρωπός. Ωραία! αποκρίθηκε ο Ντίνος άνοιξε το μηχανάκι της πόκας και βάλε μέσα το τάλιρο συμπλήρωσε κρατώντας το μοναδικό χαρτονόμισμα που του χε απομείνει. Οι φίλοι του τον κοίταξαν παραξενεμένοι. Είχαν ακούσει πριν λίγη ώρα πως με αυτό, λογάριαζε να φουλάρει τη μηχανή και να ταξιδέψει για το μεγάλο χωριό. Τώρα το πείσμα κι η παρόρμησή του έφερναν τα πάνω τούμπα.
"Ντίνο είπε ο Μήτσος, είσαι σίγουρος; Έχεις έτοιμη μια πενηντάρα που σου χρωστάει πρέπει να στα δώσει, τα ξέρουμε όλοι. Πόρτα και φύγαμε μη τα χάσεις και τι θα κάνεις"
Μητσάκο με ξέρεις ή του ύψους ή του βάθους τώρα έγινε δεν αλλάζει ο λόγος μου. Πάντα ήθελα να το ξεβρακώσω το καθίκι. Ποτέ δεν σεβάστηκε τη δραχμή που του ακουμπάμε. Δεκαρολόγος ήταν και θα μείνει, αλλά αυτό θα το θυμάται όσο ζει. Πίστεψέ με μόνο μ@λ@κ@ς δεν είμαι. Αυτό απάντησε ο Ντίνος ο ΄Χοντρός" και κίνησε για την γωνιά που 'ταν αραδιασμένα τα μηχανάκια του τζόγου.
Έκατσε στο "δικό" του, το τελευταίο αριστερά όπως πάντα. Το 'χε χούι να βλέπει την πόρτα και τον χώρο όλο και να χει τοίχο στην πλάτη. Έτσι για να μην νοιάζεται για τα νότα του. Μυστήρια κολλήματα που χουν μερικοί. Άλλοι ζητάνε να ναι στην "πλατεία" να τους κοιτάνε όλοι, κι άλλοι στον τοίχο για να αγναντεύουνε αυτοί. Γούστα, και περί ορέξεως κολοκυθόπιτα που λένε.
Άναψε το μηχάνημα ο μαγαζάτορας και κοίταζε απ τον πάγκο του το μελίσσι που μαζευότανε όσο κοντά θα τους επέτρεπε η διάθεση του Ντίνου, ώστε να χαζέψουν το θέαμα και να χουν μετά ιστορίες να διηγηθούν, ο καθένας με τις δικιές στου "σάλτσες" για καρύκευμα... Ο Ντίνος έβγαλε το καπνοσακούλι κι έστριβε ένα τσιγάρο ατάραχος μεν αλλά μέσα του συλλογιζότανε πως πρέπει πάση θυσία να πάρει το πακέτο απ την πόκα τώρα που ο άλλος σίγουρα θα πληρώσει. Το πράγμα χοντραίνει σήμερα. Βέβαια υπήρχε και το ενδεχόμενο να τα χάσει κι έπρεπε να βρει χρόνο για να ξεχρεώσει μετά. Κι αυτό δεν σύμφερνε καθόλου, θα χανε το γόητρο του και γμτ για μια υπόληψη ζούμε σ' αυτόν τον κωλόκοσμο. Μπας κι έκανε μ@λ@κι@ αναρωτήθηκε προς στιγμών και τόσο πείσμωσε. Είναι αργά για δάκρυα Στέλλα μουρμούρισε μονάχος.
Άναψε το τσιγάρο του και φύσηξε τον καπνό προς το τσούρμο που χε μαζευτεί σε απόσταση ανάσας από κοντά του. "Τι μαζευτήκατε ρε όρνια" Τους πέταξε, ¨"άντε ξεκουβαλάτε παρακάτω δεν μοιράζω λουκουμάκια σήμερα. Τον αέρα και την ησυχία μου θέλω. Άντε κουτάβια μην αρχίσω και τα παίρνω, ήσυχα!" Μαζεμένοι κάτι πιτσιρικάδες κάναν πίσω και βρήκε χώρο ο Μήτσος για να τρυπώσει.
"Άιντε ρε τι κοιτάτε! Τον ακούσατε και τον ξέρετε για τι είναι ικανός, αραιώστε μη συγκαούμε" συνέχισε κι αυτός στον ίδιο σκοπό κι εστάθει στο πλευρό του φίλου του. Είχε αγωνία, άραγε θα τα καταφέρει πάλι ο "Χοντρός" να κερδίσει το μηχάνημα; για θα το σπάσει όπως κείνη την φορά που χασε τα φράγκα της μηχανής που λεγε να πάρει. Ακόμα θυμόταν πως ούρλιαζε σαν αγρίμι στο κλουβί, του το υπενθυμίζει η σπασμένη στέκα απ το μπιλιάρδο που στέκει καρφωμένη πάνω απ τον άβακα. Την κράτησαν για ντεκόρ αφού δεν βγαίνει η άτιμη αν δεν χαλάσουν το διακοσμητικό τοίχο. "Α ρε Χοντρέ με την ζούρλια σου μονολόγησε γελώντας. Πολιορκητικός Κριός είσαι ρε μπαγάσα, άμα βάλεις κάτι στην κεφάλα σου πάει άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Καλό παιδί μα αυτοκαταστροφικός".
Το παιχνίδι είχε ξεκινήσει κι ο Ντίνος πόνταρε επί 8 φορές κέρδος για κάθε χαρτωσιά καλή που θα φέρνει. Έπαιζε μέτρια μέχρι το μηχανάκι να "ζεστάνει" και να αρχίσει να δίνει καμιά καλή πάσα.
Περίμενε να του ρθει κανένα φύλλο που να μπορεί να στηριχτεί πάνω του ώστε να συνδυάσει κάτι. Χρώμα, κέντα εφτάρια η κανένας Ρήγας. Συνέχισε να ποντάρει και να κρατά όποια φύλλα πίστευε πως θα μπορούσαν να δώσουν έναν καλό συνδυασμό με τα επόμενα που θα έπεφταν στην εικονική τσόχα.
Μέχρι στιγμής τζίφος η μπάνκα κέρδιζε και το πόσο που είχε λιγόστευε. Ήδη άρχιζαν τα πρώτα σχόλια και δεν ήταν καθόλου καλά. Οι περισσότεροι πίστευαν πως ο Ντίνος έκανε πατάτα και θα πρέπει να πληρώσει την αλαζονεία και τον εγωισμό του, που τον έκαναν να δεχθεί το στοίχημα. Αυτό έχει ο τζόγος αποφαίνονταν οι φωστήρες. "Του χαρτοπαίχτη, του ψαρά, του κυνηγού το πιάτο, δέκα φορές είναι αδειανό, και μια είναι γεμάτο" πέταγαν με στόμφο κάποιοι εξυπνάκηδες. Ο Ντίνος άρχιζε να κρατά με δυσκολία την γλώσσα του να μην τους διαολοστείλει, τους μ@λ@κες. Είχαν και άποψη τα νούμερα, λες κι έπαιζε τα λεφτά τους. Απ την πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει κι αν καεί, σιγομουρμούριζε. Ίσα ίσα για να ακουστεί στον εαυτό του και να μην εκραγεί. Και η ώρα περνούσε δίχως πόντο με το υπόλοιπό του να μειώνεται δραματικά.
Απ την γωνιά του πάγκου ο Κώστας, ο "Εβραίος" όπως τον παρονομάτιζαν παρακολουθούσε χαιρέκακα το παιχνίδι. Άρχιζε να βεβαιώνεται πως όχι μόνο δεν θα πληρώσει τα χρωστούμενα μα θα του στάξουν κιόλας άλλες 50 χήνες. Έτσι επειδή, ένας εγωιστής δέχθηκε να βάλει στοίχημα μαζί του.
Αυτό σκεφτόταν και ξεθαρρεύει για να φωνάξει στον παίχτη: "Χοντρέ δεν είδα, τα χεις τα πενήντα χηνόπουλα τώρα που θα χάσεις; Τα χρέη στα χαρτιά λένε είναι χρέη τιμής". Τι ήταν να το πει; Άκρα του τάφου σιωπή που λένε έπεσε στο μαγαζί. Όλοι γύρισαν και τον κοίταξαν, κι εκεί κατάλαβε πως δεν έπρεπε να ξεστομίσει τέτοια λόγια. Μα ήταν αργά. Το νερό χύθηκε απ την στάμνα και πίσω δεν γυρνά.
Ο Ντίνος τ' άκουσε αυτά και χτυπήσαν σαν σφυριά στα μηλίγγια του. Ένιωσε κάτι μέσα του να βράζει και να κοχλάζει. Απότομα κι ασυναίσθητα πάτησε το Bet στο μηχανάκι που έγραψε x32 το ποντάρισμα. Πληρωμή 32 φορές το ποσό δηλαδή άμα κερδίσει. Οι θεατές πάγωσαν. Ο "Χοντρός" αγριευόταν και τα έπαιζε ζουρλά όλα για όλα. Ήταν παροιμιώδης η ζούρλια του και οι αντιδράσεις του. Βουτιά με το κεφάλι σε όλα. Άμα έβαζε μπροστά την μηχανή της τρελάρας του ήταν σαν να οδηγούσε τρένο με 200. Καλά λένε πολιορκητικός κριός, όνομα και πράγμα.
Το παιχνίδι συνεχιζόταν με αυτό τον ρυθμό και δεν φαινόταν φως. Μαύρο σκοτάδι θα τον έτρωγε τον Ντίνο. Όλοι το έβλεπαν, όλοι το έλεγαν εκτός απ τον ίδιον. Μέχρι κι ο Γιάννος που χε τρυπώσει δίπλα στον Μήτσο γύρισε και του πε: "Φιλαράκι έπρεπε να πάρεις την 50αρα και να έφευγες όσο ήταν καιρός, τώρα φασκέλωστα. Τα έκανες αυγολέμονο χοντρέ". Ο Ντίνος γύρισε να τον δει και στην προσπάθειά του αυτή κάτι στο διάολο έκανε και μπλόκαρε το μηχάνημα. Η οθόνη άσπρισε για λίγο κι έγραψε 132x στο ποντάρισμα και μονά ζυγά στο επόμενο παίξιμο. Τώρα θα τέλειωναν τα λεφτά σε μερικές χαρτωσιές, κι άμα κέρδιζε κάποιον συνδυασμό αυτόματα θα παιζόταν στα μονά ζυγά με 132 φορές ποσό πληρωμής και διπλασιασμό αν μάντευε το σωστά το φύλλο. Σιωπή ξανάπεσε λες και γεννιόταν ο μουγκός που λένε οι γριούλες στα χωριά. Μια χαρτωσιά τσάμπα, δυο τζίφος και να! Στο τρίτο χέρι δίνει 10, 9, 8, καρό και 5, 3, μπαστούνι. Πρέπει να διαλέξει τι θα κρατήσει απ αυτά και να περιμένει τα νέα φύλλα για να κάνει συνδυασμό.
"Αμάν"! φώναξε κάποιος μα κανείς δεν του δώσε σημασία, περίμεναν να δουν τι θα κάνει ο "Χοντρός" τώρα που ξαφνικά η τύχη του ριξε ένα στραβό χαμογελάκι. "Μήτσο σκασμός να μην σας πάρει και σας σηκώσει" είπε για πρώτη φορά απ την ώρα που ξεκίνησε να παίζει. Η φωνή του ακούστηκε πολύ βαριά και βραχνή απ την αφωνία και την δίψα. Τόση ώρα ο Ντίνος δεν είχε πιει γουλιά, έχοντας καπνίσει καμπόσα τσιγάρα. Ησυχία και πάλι. Ακόμα κι ο "Εβραίος" βγήκε απ τον πάγκο του και στάθηκε.
Ο Ντίνος αργά πάτησε το Hold στα καρό κι άφησε την μπάνκα να ξαναμοιράσει. Ήθελε μοναχά δυο καλά χαρτιά ακόμα ώστε να κάνει συνδυασμό. Μέτα θα πρεπε να χει τύχη μπόλικη ώστε να επιβιωσει απ τις μασέλες του μονά ζυγά. Κει τα λεφτά τρώγονται σαν μαρουλόφυλλα απ τις ακρίδες.
Κράτησε μια γερή ρουφηξιά απ το τσιγάρο που σιγόκαιγε στα δάχτυλα του κάνοντας την καύτρα του να φουντώσει και περίμενε να σταματήσει το μοίρασμα, ώστε να δει τι ήρθε. Πριν ακόμα δει άκουσε το κουδούνισμα απ το μηχανάκι που δήλωνε συνδυασμό καλό. Κοκκίνισε το περίγραμμα των φύλλων του και το ρολογάκι που έδειχνε τα χρήματα άρχισε να γυρνά σαν τρελό. Βαλές, 10, 9, 8, 7 Καρό. Και διαδοχικά νούμερα και χρώμα...Μια χαρά χοντρέ η τύχη σου άστραψε χαμόγελο κι αν είσαι καλό παιδί έρχεται και ζεστό φιλί να σε στείλει στα ουράνια.
Οι πιτσιρικάδες πιο ασυγκράτητοι ξέσπασαν σε φωνές πανηγυρισμού. Ο Μητσάκος με τον Γιάννο χαζογελούσαν και του έσφιγγαν τον ώμο. Ο Ντίνος όμως και ο μαγαζάτορας ήταν οι μόνοι ανέκφραστοι. Ήξεραν καλά πως μόνο παράταση δόθηκε κι όλα παίζονταν. Κι οι δυο από μέσα τους περίμεναν να κερδίσουν για λογαριασμό τους.
132x10 ήταν το ποντάρισμα. Όπου 10 είναι η τιμή μονάδας, ήτοι 10δρχ. 1320 δρχ λοιπόν το ποντάρισμα επί 32 φορές που πληρώνει το μηχάνημα τον συγκεκριμένο συνδυασμό έφτασε στο 42.240 + 1450 που του χαν απομείνει. Τώρα είχε μπροστά του την ξέρα του μονά ζυγά. Παίζει 1320 κάθε φορά για κάθε φύλλο που έρχεται και πρέπει να μαντέψει αν είναι μονό ή ζυγό για να πάρει τα διπλά. Εύκολο θα πει κανείς. Ναι αλλά παίζεις για έναν γύρο μέχρι να τελειώσει η τράπουλα και να χάσεις τα λεφτά σου, ή μέχρι να κερδίσεις οπού και διαλέγεις αν θα συνεχίσεις ή όχι. Όποιος ξεμείνει πρώτος, τα χαρτιά η τα κασέ σου. Εύκολο; Μάλλον όχι και τόσο. Οι φιγούρες μετράνε για 10αρια.
Πρώτο χαρτί 5αρι κι ο Ντίνος είχε δηλώσει μονό, το κέρδισε κι η ομήγυρη ξεσπά σε νέες ζητωκραυγές. Η μπάνκα πληρώνει. Ο "Εβραίος" έχει αρχίζει να αμφιβάλει για την έκβαση του στοιχήματος. Κοιτά κλεφτά προς την φάτσα του "Χοντρού" θέλοντας να ξορκίσει την αγωνία που τον τρώει. Ο Ντίνος σφιγμένος έχει ένα ανέκφραστο πρόσωπο που δεν δείχνει καμιά κίνηση πέρα απ το σποραδικό παίξιμο των βλεφαρίδων, κι αυτό τόσο αργά που λες και δεν κουνιούνται. Συνεχίζει να πατά το πλήκτρο για νέο χαρτί άλλα η τύχη έχει εξαφανιστεί. 10αρι εκεί που περίμενε πάλι μονό. Από κει και πέρα άρχισε μια κατρακύλα και οι 45 χήνες έχουν γίνει 16 για πλάκα, μήτε κιχ δεν κάνουν κάθε φορά που σφάζονται στον βωμό του τζόγου. Άλλοι δούλευαν στην οικοδομή μισή βδομάδα για να τα πάρουν, κι εδώ καίγονται πάνω στην εικονική τσόχα. Βίτσια και μ@΄λ@κιες που χει ο άνθρωπος. Πετάει το χρήμα κι οτιδήποτε άλλο απλά για να αποδείξει κάτι και να κάνει το κομμάτι του.
Στο μηχανάκι της πόκας λοιπόν γίνεται η σφαγή του Δράμαλη και το τσούρμο αρχίζει πάλι τα δικά του. Φωνάζουν μονό ή ζυγό ανάλογα την κρίση τους. Άλλοι γελάνε λέγοντας πως απ την αρχή ήταν κίνηση αυτοκτονίας να παίξει ο "Χοντρός" το στοίχημα κι ας πρόσεχε. Ο μαγαζάτορας παίζει το μουστάκι του δαγκάνοντας το. Κάτι που έκανε πάντα κάθε φορά που ένιωθε χαρά 'η περιγελούσε κάποιον. Κανείς δεν κατάλαβε ποτέ τι σόι κουσούρι είναι αυτό που είχε. Καθώς δεν δάγκωνε απλά το μουστάκι του το πιπίλιζε φιλήδονα λες κι ήταν δεν ξέρω και εγώ τι, κι όλοι αναμασούσαν κάτι περί πουστι@ς και τα συναφή. Είχε ακουστεί και μια φήμη πιο παλιά, κάτι για τραινάκι με ανθρώπινες μηχανές και βαγόνια. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου και το τι κάνει βέβαια στο κρεβάτι του αφορά μόνο αυτόν και τον κώλο του, φτάνει να μην έχει επίδραση στην συμπεριφορά του απέναντί μας.
Το κασέ είχε φτάσει στις 10 χιλιάδες και η γκίνια στα ύψη. Η υπομονή του Ντίνου είχε εξανεμιστεί. Ως δια μαγείας έπαψαν τα σχόλια κι άρχιζαν οι πιο ξύπνιοι κι έμπειροι να κρατάν αποστάσεις ασφαλείας μακριά του. Το φιτίλι είχε ανάψει κι όπου να ταν θα έσκαγε το φουρνέλο. Καλύτερα μακριά γιατί σε λίγο όποιον πάρει ο διάβολος.
"Μια coca cola ρε Μητσάκο" είπε ο Ντίνος, "να ξεπλύνω το λαιμό μου απ το παλιοτσίγαρο". "Γιατί όχι ένα Captain morgan με coca όπως πίνεις πάντα;" ακούστηκε μια γνωστή φωνή απ τα διπλανά τραπέζια. Ήταν ο Δημητράκης που χε συνέρθει τόση ώρα και παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα. "Γιώργη βάλε ένα ποτό του Ντίνου και σβέλτα" είπε στον νεαρό που κανε χρέη βοηθού στην μπάρα. Και σηκώθηκε απ την γωνιά του κατευθυνόμενος προς αυτόν. "Τι στέκεις ρε; Ξέρεις τι πίνει άντε βάλτο" ξανάπε και πλησίασε. Ο Ντίνος τον κοίταξε για μια στιγμή και του ρθε ένα χαμόγελο. Γμτ όσο μ@λ@κες και να ήταν παρέμεναν φίλοι και οι τέσσερις. Και τώρα τους είχε εδώ γύρω του όλους.
"Αδερφέ σε έμπλεξα πάλι εγώ κι η σούρα μου" του πε. "Δεν έπρεπε να μιλήσω το ξέρω, αλλά είχα κι ένα δίκιο σε ότι σου πα. Αδέρφια είστε ρε και τρώγεστε κάνοντας τους άλλους να γελάνε", συνέχισε δίνοντας του το ποτό. "Έλα να στανιάρει ο λαιμός σου και κοίτα να ρεφάρεις".
"Κιαν δεν κερδίσεις πάλι καλά. Εδώ είμαστε να ξοφλήσουμε" έπεσε ξερή και βροντερή μια φωνή που θα την γνώριζε και στην κόλαση ακόμα ο Ντίνος. "Άιντε μικρέ τελείωνε έχουμε και δουλειές" συνέχισε η φωνή του αδερφού του. Ναι ο Τζοβάνις μόλις είχε μπει στο μπιλιαρδάδικο ειδοποιημένος από κάποιον "καλοθελητή". Βλέπεται στα μέρη αυτά η ρουφιανιά πέραν από χόμπι ήταν επάγγελμα.
Το παιχνίδι από κείνη την στιγμή για τον "Χοντρό" είχε τελειώσει. Δεν τον ένοιαζε χάσει κερδίσει αφού είχε πάλι στο πλάι του το αδέρφι του. Αυτόν που του μαθε τα πάντα κι αυτόν που εμπιστευόταν από παιδί. Μεγαλύτερος 7 χρόνια ο Γιάννης ήταν πρότυπο του και δάσκαλος σε πολλά. Ένας φίλος του Ελληνό-Βέλγος του χε κολλήσει το Τζοβάνι και μοναχά αυτοί οι δυο τον φώναζαν έτσι.
"Άντε παίζε να τελειώνουμε μέχρι να πιω μια μπίρα ζουρλέ" ξανάπε κι έκατσε σε μια καρέκλα στη μέση του μαγαζιού καρφώνοντας ψυχρά τον ιδιοκτήτη στα μάτια. Ήταν λες κι ήθελε να του ρουφήξει την ψυχή. Οι θεατές άρχισαν να αραιώνουν γρήγορα. Τούτος εδώ πάντα τους φόβιζε πιο πολύ απ όλους. Όσο κιαν γλυκομιλούσε πολλές φορές, είχε κάτι πάνω του που σε έκανε να τον υπολογίζεις για τα χειρότερα. Ναι ο Ντίνος ήταν ζουρλός κι ευέξαπτος μα ο Γιάννης ήταν ψυχρός όποτε ήθελε, κι αληθινά έσπερνε φόβο.
Παρεξηγημένος ήταν από παιδί. Ζωηρός και ξύπνιος με δίχως φόβο στην καρδιά κατάφερνε τα πάντα. Από το να σου πουλήσει κόκορα για παπαγάλο μέχρι να μπει μπροστάρης σε όποιον διεκδικούσε δίκαιο απ τον εκμεταλλευτή του. Έτσι ήταν ο Γιάννης των άκρων αλλά φιλότιμος, με μπέσα. Αυτά κι αυτά τον έστειλαν φυλακή δυο τρεις φορές, μιας και δεν ήταν ρουφιάνος. Τελευταία ήταν συμμετοχή σε έγκλημα από ξυλοδαρμό κάποιου απατεωνίσκου που κλεψε τα δενδρύλια του συνεταίρου του, κι όχι μόνο τα κλεψε τα πούλαγε κιόλας με θράσος. Αλλά αυτό είναι μια μεγάλη ιστορία που δεν είναι της παρούσης ώρας.
"Άντε θα συνεχίσεις ή να τον πλερώσω να φύγουμε"; ρώτησε τον αδερφό του.
"Πάει ή μου δίνεις 50 χήνες ή σου δίνω τα διπλά απ οτι κερδίσεις" σφύριξε σκυθρωπός. Ωραία! αποκρίθηκε ο Ντίνος άνοιξε το μηχανάκι της πόκας και βάλε μέσα το τάλιρο συμπλήρωσε κρατώντας το μοναδικό χαρτονόμισμα που του χε απομείνει. Οι φίλοι του τον κοίταξαν παραξενεμένοι. Είχαν ακούσει πριν λίγη ώρα πως με αυτό, λογάριαζε να φουλάρει τη μηχανή και να ταξιδέψει για το μεγάλο χωριό. Τώρα το πείσμα κι η παρόρμησή του έφερναν τα πάνω τούμπα.
"Ντίνο είπε ο Μήτσος, είσαι σίγουρος; Έχεις έτοιμη μια πενηντάρα που σου χρωστάει πρέπει να στα δώσει, τα ξέρουμε όλοι. Πόρτα και φύγαμε μη τα χάσεις και τι θα κάνεις"
Μητσάκο με ξέρεις ή του ύψους ή του βάθους τώρα έγινε δεν αλλάζει ο λόγος μου. Πάντα ήθελα να το ξεβρακώσω το καθίκι. Ποτέ δεν σεβάστηκε τη δραχμή που του ακουμπάμε. Δεκαρολόγος ήταν και θα μείνει, αλλά αυτό θα το θυμάται όσο ζει. Πίστεψέ με μόνο μ@λ@κ@ς δεν είμαι. Αυτό απάντησε ο Ντίνος ο ΄Χοντρός" και κίνησε για την γωνιά που 'ταν αραδιασμένα τα μηχανάκια του τζόγου.
Έκατσε στο "δικό" του, το τελευταίο αριστερά όπως πάντα. Το 'χε χούι να βλέπει την πόρτα και τον χώρο όλο και να χει τοίχο στην πλάτη. Έτσι για να μην νοιάζεται για τα νότα του. Μυστήρια κολλήματα που χουν μερικοί. Άλλοι ζητάνε να ναι στην "πλατεία" να τους κοιτάνε όλοι, κι άλλοι στον τοίχο για να αγναντεύουνε αυτοί. Γούστα, και περί ορέξεως κολοκυθόπιτα που λένε.
Άναψε το μηχάνημα ο μαγαζάτορας και κοίταζε απ τον πάγκο του το μελίσσι που μαζευότανε όσο κοντά θα τους επέτρεπε η διάθεση του Ντίνου, ώστε να χαζέψουν το θέαμα και να χουν μετά ιστορίες να διηγηθούν, ο καθένας με τις δικιές στου "σάλτσες" για καρύκευμα... Ο Ντίνος έβγαλε το καπνοσακούλι κι έστριβε ένα τσιγάρο ατάραχος μεν αλλά μέσα του συλλογιζότανε πως πρέπει πάση θυσία να πάρει το πακέτο απ την πόκα τώρα που ο άλλος σίγουρα θα πληρώσει. Το πράγμα χοντραίνει σήμερα. Βέβαια υπήρχε και το ενδεχόμενο να τα χάσει κι έπρεπε να βρει χρόνο για να ξεχρεώσει μετά. Κι αυτό δεν σύμφερνε καθόλου, θα χανε το γόητρο του και γμτ για μια υπόληψη ζούμε σ' αυτόν τον κωλόκοσμο. Μπας κι έκανε μ@λ@κι@ αναρωτήθηκε προς στιγμών και τόσο πείσμωσε. Είναι αργά για δάκρυα Στέλλα μουρμούρισε μονάχος.
Άναψε το τσιγάρο του και φύσηξε τον καπνό προς το τσούρμο που χε μαζευτεί σε απόσταση ανάσας από κοντά του. "Τι μαζευτήκατε ρε όρνια" Τους πέταξε, ¨"άντε ξεκουβαλάτε παρακάτω δεν μοιράζω λουκουμάκια σήμερα. Τον αέρα και την ησυχία μου θέλω. Άντε κουτάβια μην αρχίσω και τα παίρνω, ήσυχα!" Μαζεμένοι κάτι πιτσιρικάδες κάναν πίσω και βρήκε χώρο ο Μήτσος για να τρυπώσει.
"Άιντε ρε τι κοιτάτε! Τον ακούσατε και τον ξέρετε για τι είναι ικανός, αραιώστε μη συγκαούμε" συνέχισε κι αυτός στον ίδιο σκοπό κι εστάθει στο πλευρό του φίλου του. Είχε αγωνία, άραγε θα τα καταφέρει πάλι ο "Χοντρός" να κερδίσει το μηχάνημα; για θα το σπάσει όπως κείνη την φορά που χασε τα φράγκα της μηχανής που λεγε να πάρει. Ακόμα θυμόταν πως ούρλιαζε σαν αγρίμι στο κλουβί, του το υπενθυμίζει η σπασμένη στέκα απ το μπιλιάρδο που στέκει καρφωμένη πάνω απ τον άβακα. Την κράτησαν για ντεκόρ αφού δεν βγαίνει η άτιμη αν δεν χαλάσουν το διακοσμητικό τοίχο. "Α ρε Χοντρέ με την ζούρλια σου μονολόγησε γελώντας. Πολιορκητικός Κριός είσαι ρε μπαγάσα, άμα βάλεις κάτι στην κεφάλα σου πάει άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Καλό παιδί μα αυτοκαταστροφικός".
Το παιχνίδι είχε ξεκινήσει κι ο Ντίνος πόνταρε επί 8 φορές κέρδος για κάθε χαρτωσιά καλή που θα φέρνει. Έπαιζε μέτρια μέχρι το μηχανάκι να "ζεστάνει" και να αρχίσει να δίνει καμιά καλή πάσα.
Περίμενε να του ρθει κανένα φύλλο που να μπορεί να στηριχτεί πάνω του ώστε να συνδυάσει κάτι. Χρώμα, κέντα εφτάρια η κανένας Ρήγας. Συνέχισε να ποντάρει και να κρατά όποια φύλλα πίστευε πως θα μπορούσαν να δώσουν έναν καλό συνδυασμό με τα επόμενα που θα έπεφταν στην εικονική τσόχα.
Μέχρι στιγμής τζίφος η μπάνκα κέρδιζε και το πόσο που είχε λιγόστευε. Ήδη άρχιζαν τα πρώτα σχόλια και δεν ήταν καθόλου καλά. Οι περισσότεροι πίστευαν πως ο Ντίνος έκανε πατάτα και θα πρέπει να πληρώσει την αλαζονεία και τον εγωισμό του, που τον έκαναν να δεχθεί το στοίχημα. Αυτό έχει ο τζόγος αποφαίνονταν οι φωστήρες. "Του χαρτοπαίχτη, του ψαρά, του κυνηγού το πιάτο, δέκα φορές είναι αδειανό, και μια είναι γεμάτο" πέταγαν με στόμφο κάποιοι εξυπνάκηδες. Ο Ντίνος άρχιζε να κρατά με δυσκολία την γλώσσα του να μην τους διαολοστείλει, τους μ@λ@κες. Είχαν και άποψη τα νούμερα, λες κι έπαιζε τα λεφτά τους. Απ την πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει κι αν καεί, σιγομουρμούριζε. Ίσα ίσα για να ακουστεί στον εαυτό του και να μην εκραγεί. Και η ώρα περνούσε δίχως πόντο με το υπόλοιπό του να μειώνεται δραματικά.
Απ την γωνιά του πάγκου ο Κώστας, ο "Εβραίος" όπως τον παρονομάτιζαν παρακολουθούσε χαιρέκακα το παιχνίδι. Άρχιζε να βεβαιώνεται πως όχι μόνο δεν θα πληρώσει τα χρωστούμενα μα θα του στάξουν κιόλας άλλες 50 χήνες. Έτσι επειδή, ένας εγωιστής δέχθηκε να βάλει στοίχημα μαζί του.
Αυτό σκεφτόταν και ξεθαρρεύει για να φωνάξει στον παίχτη: "Χοντρέ δεν είδα, τα χεις τα πενήντα χηνόπουλα τώρα που θα χάσεις; Τα χρέη στα χαρτιά λένε είναι χρέη τιμής". Τι ήταν να το πει; Άκρα του τάφου σιωπή που λένε έπεσε στο μαγαζί. Όλοι γύρισαν και τον κοίταξαν, κι εκεί κατάλαβε πως δεν έπρεπε να ξεστομίσει τέτοια λόγια. Μα ήταν αργά. Το νερό χύθηκε απ την στάμνα και πίσω δεν γυρνά.
Ο Ντίνος τ' άκουσε αυτά και χτυπήσαν σαν σφυριά στα μηλίγγια του. Ένιωσε κάτι μέσα του να βράζει και να κοχλάζει. Απότομα κι ασυναίσθητα πάτησε το Bet στο μηχανάκι που έγραψε x32 το ποντάρισμα. Πληρωμή 32 φορές το ποσό δηλαδή άμα κερδίσει. Οι θεατές πάγωσαν. Ο "Χοντρός" αγριευόταν και τα έπαιζε ζουρλά όλα για όλα. Ήταν παροιμιώδης η ζούρλια του και οι αντιδράσεις του. Βουτιά με το κεφάλι σε όλα. Άμα έβαζε μπροστά την μηχανή της τρελάρας του ήταν σαν να οδηγούσε τρένο με 200. Καλά λένε πολιορκητικός κριός, όνομα και πράγμα.
Το παιχνίδι συνεχιζόταν με αυτό τον ρυθμό και δεν φαινόταν φως. Μαύρο σκοτάδι θα τον έτρωγε τον Ντίνο. Όλοι το έβλεπαν, όλοι το έλεγαν εκτός απ τον ίδιον. Μέχρι κι ο Γιάννος που χε τρυπώσει δίπλα στον Μήτσο γύρισε και του πε: "Φιλαράκι έπρεπε να πάρεις την 50αρα και να έφευγες όσο ήταν καιρός, τώρα φασκέλωστα. Τα έκανες αυγολέμονο χοντρέ". Ο Ντίνος γύρισε να τον δει και στην προσπάθειά του αυτή κάτι στο διάολο έκανε και μπλόκαρε το μηχάνημα. Η οθόνη άσπρισε για λίγο κι έγραψε 132x στο ποντάρισμα και μονά ζυγά στο επόμενο παίξιμο. Τώρα θα τέλειωναν τα λεφτά σε μερικές χαρτωσιές, κι άμα κέρδιζε κάποιον συνδυασμό αυτόματα θα παιζόταν στα μονά ζυγά με 132 φορές ποσό πληρωμής και διπλασιασμό αν μάντευε το σωστά το φύλλο. Σιωπή ξανάπεσε λες και γεννιόταν ο μουγκός που λένε οι γριούλες στα χωριά. Μια χαρτωσιά τσάμπα, δυο τζίφος και να! Στο τρίτο χέρι δίνει 10, 9, 8, καρό και 5, 3, μπαστούνι. Πρέπει να διαλέξει τι θα κρατήσει απ αυτά και να περιμένει τα νέα φύλλα για να κάνει συνδυασμό.
"Αμάν"! φώναξε κάποιος μα κανείς δεν του δώσε σημασία, περίμεναν να δουν τι θα κάνει ο "Χοντρός" τώρα που ξαφνικά η τύχη του ριξε ένα στραβό χαμογελάκι. "Μήτσο σκασμός να μην σας πάρει και σας σηκώσει" είπε για πρώτη φορά απ την ώρα που ξεκίνησε να παίζει. Η φωνή του ακούστηκε πολύ βαριά και βραχνή απ την αφωνία και την δίψα. Τόση ώρα ο Ντίνος δεν είχε πιει γουλιά, έχοντας καπνίσει καμπόσα τσιγάρα. Ησυχία και πάλι. Ακόμα κι ο "Εβραίος" βγήκε απ τον πάγκο του και στάθηκε.
Ο Ντίνος αργά πάτησε το Hold στα καρό κι άφησε την μπάνκα να ξαναμοιράσει. Ήθελε μοναχά δυο καλά χαρτιά ακόμα ώστε να κάνει συνδυασμό. Μέτα θα πρεπε να χει τύχη μπόλικη ώστε να επιβιωσει απ τις μασέλες του μονά ζυγά. Κει τα λεφτά τρώγονται σαν μαρουλόφυλλα απ τις ακρίδες.
Κράτησε μια γερή ρουφηξιά απ το τσιγάρο που σιγόκαιγε στα δάχτυλα του κάνοντας την καύτρα του να φουντώσει και περίμενε να σταματήσει το μοίρασμα, ώστε να δει τι ήρθε. Πριν ακόμα δει άκουσε το κουδούνισμα απ το μηχανάκι που δήλωνε συνδυασμό καλό. Κοκκίνισε το περίγραμμα των φύλλων του και το ρολογάκι που έδειχνε τα χρήματα άρχισε να γυρνά σαν τρελό. Βαλές, 10, 9, 8, 7 Καρό. Και διαδοχικά νούμερα και χρώμα...Μια χαρά χοντρέ η τύχη σου άστραψε χαμόγελο κι αν είσαι καλό παιδί έρχεται και ζεστό φιλί να σε στείλει στα ουράνια.
Οι πιτσιρικάδες πιο ασυγκράτητοι ξέσπασαν σε φωνές πανηγυρισμού. Ο Μητσάκος με τον Γιάννο χαζογελούσαν και του έσφιγγαν τον ώμο. Ο Ντίνος όμως και ο μαγαζάτορας ήταν οι μόνοι ανέκφραστοι. Ήξεραν καλά πως μόνο παράταση δόθηκε κι όλα παίζονταν. Κι οι δυο από μέσα τους περίμεναν να κερδίσουν για λογαριασμό τους.
132x10 ήταν το ποντάρισμα. Όπου 10 είναι η τιμή μονάδας, ήτοι 10δρχ. 1320 δρχ λοιπόν το ποντάρισμα επί 32 φορές που πληρώνει το μηχάνημα τον συγκεκριμένο συνδυασμό έφτασε στο 42.240 + 1450 που του χαν απομείνει. Τώρα είχε μπροστά του την ξέρα του μονά ζυγά. Παίζει 1320 κάθε φορά για κάθε φύλλο που έρχεται και πρέπει να μαντέψει αν είναι μονό ή ζυγό για να πάρει τα διπλά. Εύκολο θα πει κανείς. Ναι αλλά παίζεις για έναν γύρο μέχρι να τελειώσει η τράπουλα και να χάσεις τα λεφτά σου, ή μέχρι να κερδίσεις οπού και διαλέγεις αν θα συνεχίσεις ή όχι. Όποιος ξεμείνει πρώτος, τα χαρτιά η τα κασέ σου. Εύκολο; Μάλλον όχι και τόσο. Οι φιγούρες μετράνε για 10αρια.
Πρώτο χαρτί 5αρι κι ο Ντίνος είχε δηλώσει μονό, το κέρδισε κι η ομήγυρη ξεσπά σε νέες ζητωκραυγές. Η μπάνκα πληρώνει. Ο "Εβραίος" έχει αρχίζει να αμφιβάλει για την έκβαση του στοιχήματος. Κοιτά κλεφτά προς την φάτσα του "Χοντρού" θέλοντας να ξορκίσει την αγωνία που τον τρώει. Ο Ντίνος σφιγμένος έχει ένα ανέκφραστο πρόσωπο που δεν δείχνει καμιά κίνηση πέρα απ το σποραδικό παίξιμο των βλεφαρίδων, κι αυτό τόσο αργά που λες και δεν κουνιούνται. Συνεχίζει να πατά το πλήκτρο για νέο χαρτί άλλα η τύχη έχει εξαφανιστεί. 10αρι εκεί που περίμενε πάλι μονό. Από κει και πέρα άρχισε μια κατρακύλα και οι 45 χήνες έχουν γίνει 16 για πλάκα, μήτε κιχ δεν κάνουν κάθε φορά που σφάζονται στον βωμό του τζόγου. Άλλοι δούλευαν στην οικοδομή μισή βδομάδα για να τα πάρουν, κι εδώ καίγονται πάνω στην εικονική τσόχα. Βίτσια και μ@΄λ@κιες που χει ο άνθρωπος. Πετάει το χρήμα κι οτιδήποτε άλλο απλά για να αποδείξει κάτι και να κάνει το κομμάτι του.
Στο μηχανάκι της πόκας λοιπόν γίνεται η σφαγή του Δράμαλη και το τσούρμο αρχίζει πάλι τα δικά του. Φωνάζουν μονό ή ζυγό ανάλογα την κρίση τους. Άλλοι γελάνε λέγοντας πως απ την αρχή ήταν κίνηση αυτοκτονίας να παίξει ο "Χοντρός" το στοίχημα κι ας πρόσεχε. Ο μαγαζάτορας παίζει το μουστάκι του δαγκάνοντας το. Κάτι που έκανε πάντα κάθε φορά που ένιωθε χαρά 'η περιγελούσε κάποιον. Κανείς δεν κατάλαβε ποτέ τι σόι κουσούρι είναι αυτό που είχε. Καθώς δεν δάγκωνε απλά το μουστάκι του το πιπίλιζε φιλήδονα λες κι ήταν δεν ξέρω και εγώ τι, κι όλοι αναμασούσαν κάτι περί πουστι@ς και τα συναφή. Είχε ακουστεί και μια φήμη πιο παλιά, κάτι για τραινάκι με ανθρώπινες μηχανές και βαγόνια. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου και το τι κάνει βέβαια στο κρεβάτι του αφορά μόνο αυτόν και τον κώλο του, φτάνει να μην έχει επίδραση στην συμπεριφορά του απέναντί μας.
Το κασέ είχε φτάσει στις 10 χιλιάδες και η γκίνια στα ύψη. Η υπομονή του Ντίνου είχε εξανεμιστεί. Ως δια μαγείας έπαψαν τα σχόλια κι άρχιζαν οι πιο ξύπνιοι κι έμπειροι να κρατάν αποστάσεις ασφαλείας μακριά του. Το φιτίλι είχε ανάψει κι όπου να ταν θα έσκαγε το φουρνέλο. Καλύτερα μακριά γιατί σε λίγο όποιον πάρει ο διάβολος.
"Μια coca cola ρε Μητσάκο" είπε ο Ντίνος, "να ξεπλύνω το λαιμό μου απ το παλιοτσίγαρο". "Γιατί όχι ένα Captain morgan με coca όπως πίνεις πάντα;" ακούστηκε μια γνωστή φωνή απ τα διπλανά τραπέζια. Ήταν ο Δημητράκης που χε συνέρθει τόση ώρα και παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα. "Γιώργη βάλε ένα ποτό του Ντίνου και σβέλτα" είπε στον νεαρό που κανε χρέη βοηθού στην μπάρα. Και σηκώθηκε απ την γωνιά του κατευθυνόμενος προς αυτόν. "Τι στέκεις ρε; Ξέρεις τι πίνει άντε βάλτο" ξανάπε και πλησίασε. Ο Ντίνος τον κοίταξε για μια στιγμή και του ρθε ένα χαμόγελο. Γμτ όσο μ@λ@κες και να ήταν παρέμεναν φίλοι και οι τέσσερις. Και τώρα τους είχε εδώ γύρω του όλους.
"Αδερφέ σε έμπλεξα πάλι εγώ κι η σούρα μου" του πε. "Δεν έπρεπε να μιλήσω το ξέρω, αλλά είχα κι ένα δίκιο σε ότι σου πα. Αδέρφια είστε ρε και τρώγεστε κάνοντας τους άλλους να γελάνε", συνέχισε δίνοντας του το ποτό. "Έλα να στανιάρει ο λαιμός σου και κοίτα να ρεφάρεις".
"Κιαν δεν κερδίσεις πάλι καλά. Εδώ είμαστε να ξοφλήσουμε" έπεσε ξερή και βροντερή μια φωνή που θα την γνώριζε και στην κόλαση ακόμα ο Ντίνος. "Άιντε μικρέ τελείωνε έχουμε και δουλειές" συνέχισε η φωνή του αδερφού του. Ναι ο Τζοβάνις μόλις είχε μπει στο μπιλιαρδάδικο ειδοποιημένος από κάποιον "καλοθελητή". Βλέπεται στα μέρη αυτά η ρουφιανιά πέραν από χόμπι ήταν επάγγελμα.
Το παιχνίδι από κείνη την στιγμή για τον "Χοντρό" είχε τελειώσει. Δεν τον ένοιαζε χάσει κερδίσει αφού είχε πάλι στο πλάι του το αδέρφι του. Αυτόν που του μαθε τα πάντα κι αυτόν που εμπιστευόταν από παιδί. Μεγαλύτερος 7 χρόνια ο Γιάννης ήταν πρότυπο του και δάσκαλος σε πολλά. Ένας φίλος του Ελληνό-Βέλγος του χε κολλήσει το Τζοβάνι και μοναχά αυτοί οι δυο τον φώναζαν έτσι.
"Άντε παίζε να τελειώνουμε μέχρι να πιω μια μπίρα ζουρλέ" ξανάπε κι έκατσε σε μια καρέκλα στη μέση του μαγαζιού καρφώνοντας ψυχρά τον ιδιοκτήτη στα μάτια. Ήταν λες κι ήθελε να του ρουφήξει την ψυχή. Οι θεατές άρχισαν να αραιώνουν γρήγορα. Τούτος εδώ πάντα τους φόβιζε πιο πολύ απ όλους. Όσο κιαν γλυκομιλούσε πολλές φορές, είχε κάτι πάνω του που σε έκανε να τον υπολογίζεις για τα χειρότερα. Ναι ο Ντίνος ήταν ζουρλός κι ευέξαπτος μα ο Γιάννης ήταν ψυχρός όποτε ήθελε, κι αληθινά έσπερνε φόβο.
Παρεξηγημένος ήταν από παιδί. Ζωηρός και ξύπνιος με δίχως φόβο στην καρδιά κατάφερνε τα πάντα. Από το να σου πουλήσει κόκορα για παπαγάλο μέχρι να μπει μπροστάρης σε όποιον διεκδικούσε δίκαιο απ τον εκμεταλλευτή του. Έτσι ήταν ο Γιάννης των άκρων αλλά φιλότιμος, με μπέσα. Αυτά κι αυτά τον έστειλαν φυλακή δυο τρεις φορές, μιας και δεν ήταν ρουφιάνος. Τελευταία ήταν συμμετοχή σε έγκλημα από ξυλοδαρμό κάποιου απατεωνίσκου που κλεψε τα δενδρύλια του συνεταίρου του, κι όχι μόνο τα κλεψε τα πούλαγε κιόλας με θράσος. Αλλά αυτό είναι μια μεγάλη ιστορία που δεν είναι της παρούσης ώρας.
"Άντε θα συνεχίσεις ή να τον πλερώσω να φύγουμε"; ρώτησε τον αδερφό του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου