Τ ο κυμα επεφτε πανω στις πλωρες των αγκυροβολημενων καραβιων λικνιζοντας τα σε εναν αεναο χορο με συνοδεια το μουρμουρητο των παφλασμων που χαιδευαν απαλα τα υφαλα σαν το χερι του ερωτευμνου οταν θωπευει το στηθος της αγαπημενης του καθως εκφραζει τον αγνο ερωτα του. Στα ξαρτια τρεμοπαιζαν τα κρεμασμενα φαναρια σαν σαλτιμπαγκοι που ετοιμαζονται για το μεγαλο αλμα, κι εριχναν το θαμπο τους φως βαφοντας ασημογαλαζα τα νερα ομοια με την κοιλια του ξιφια που αρμενιζει τα πελαγα αμεριμνος. Στη στερια οι σκιες του φεγγαριου επαιζαν κρυφτο πανω στους φοινικες και στις φρεσκοφτιαγμενες ξυλινες παραγκες, που στηθηκαν προχειρα τις τελευταιες μερες πανω στα χαλασματα παλαιοτερων κτισματων για τις αναγκες των πειρατων, μιας και ηταν καιρος για το ετησιο παζαρι ανταλλαγης των θησαυρων τους, κατι που τηρουσαν ευλαβικα απο την εποχη συνταξης του πειρατικου κωδικα. Φωνες, γελια και βλαστημιες ανακατα με πνιχτες γυναικεις κραυγες παθους εζωναν ολη την περιοχη γυρω απο τις καλυβες των ναυτικων, που αλλοι γλεντοκοπουσαν πινωντας κι αλλοι επαιζαν την τυχη τους και το χρυσαφι τους στα ζαρια, με προσωπα αναψοκοκκινισμενα απ το πιοτι και την απληστεια.
Στην τσαλαπατημενη λασπη της πλατειας ειχαν στρωθει προχειρα οσα μικροκλαδα και φυλλα εμειναν απο την κατασκευη των αυτοσχεδιων οικισματων δινοντας μια οψη λεηλασιας στο ομορφο τοπιο, αλλωστε αυτο ξερουν να κανουν μονο τουτα τα αλητηρια ρεμαλια. Στη μεση του ανοιχτου χωρου ειχε στηθει μια επισης κακοφτιαγμενη εξεδρα απο παλια υπολοιματα πλοιου που θα χρησιμευε ως ναος στην ιεροτελεστια εξαθλιωσης της ανθρωπινης υποστασης, στο σκλαβοπαζαρο. Ανοιπομονες ματιες κοιτουσαν τακτικα πισω απο την εξεδρα στις σκιες που αφυναν ακαλυπτες οι φωτιες που αργοκαιγαν τριγυρω, μπας και δουν καμια κινηση που θα προμηνυε τη εναρξη του παζαριου. Πανω στην εξεδρα ενας στραβοχυμενος Ισπανος κοντος με ασχημα σουσουμια βηματιζε νευρικα ριχνοντας κλεφτες ματιες στα κερδη της ομηγυρης με ματια μοχθηρα σαν φιδι και ενα ψυχρο χαμογελο μισοκρεμασμενο στα χειλη. Ειχε φορεσει το δερματινο χιτωνιο του για την περισταση και το γυαλιστερο παντελονι του ταυρομαχου χωμενο μεσα στις ψηλες του μποτες με τα πολυχρωμα κορδονια. Στη ζωνη του σταυρωτα οι ασημοσκαλισμενες πιστολες του κρεμονταν κανοντας τον να φαινεται πιο κοντος και πιο αχαρος απο οτι ειναι, και στο αποκορυφωμα της ασχημιας του ειχε ενα πλατυ μαυρο καπελο με πολυχρωμη κορδελα μπλεγμενη με τις αραιες κοτσιδες του. Καρικατουρα σε ολο της το μεγαλειο. Ενα μακρυ σουρσιμο ποδιων με αλυσιδες εκαναν τα κεφαλια ολων να γυρισουν οι σκλαβοι εφτασαν και ο Σπανιολος σηκωσε το χερι κι ενα αορατο ταμπουρλο αρχισε να σκορπιζει παντου τον πενθιμο ρυθμο δινοντας το σημα της εναρξης. Καθως αυτο περιμεναν ολοι αρχισαν να μαζευονται προς την εξεδρα ξεπροβαλοντας απ τις παραγκες, απ τα συδεντρα κι απο παντου σαν μυρμηγκια στη ζαχαρι κρατωντας ο καθενας μια μισο αδειανη μποτιλια απ το πιοτο τους μιας κι ολημερις ειχαν μοιρασει τις μεριδες τους απ τα βαρελια. Σχηματισαν γρηγορα ενα ημικυκλιο γυρω απ την εξεδρα και σιγα σιγα ενονωντας οι ακρες οσο προστιθενταν κι αλλοι θελοντας να κανουν κυκλο. Ο συρφετος αυτος ηταν τοσο ανομοιος μεταξυ του τοσο σε χαρακτηριστικα οσο φυλης οσο και σε ρουχα. Εβλεπες ολες τις αποχρωσεις δερματος και καθε λογης ενδυμα, απο κοντοβρακες με ψηλα στιβαλια μεχρι ξεθωριασμενα χιτωνια αξιωματικων ναυτικου με τρυπια παπουτσια αριστοκρατη, ο καθεις φορουσε τα λαφυρα του σαν επισημη στολη για την γιορτη τους, ανακατεμενος ο ερχομενος. Το ταμπουρλο επαιζε ασταματητα μεχρι τη στιγμη που ανεβασαν στην εξεδρα το πρωτο μπουλουκι σκλαβων, τοτε ο διευθυντης αυτης της ατυπης ορχηστρας σηκωσε το χερι του ξανα και το τυμπανο νεκρωθηκε με μιας, μονο το σιγανο μουρμουρισμα του οχλου ακουγονταν καθως επιθεωρουσαν το εμπορευμα γυμνο απ τα κουρελιασμενα ρουχα. Τα σκληρα ματια με το απληστα ανηλεο βλεμμα ψηλαφουσε καθε γωνια σαρκας των δυστυχων θυματων της ανθρωπινης εκμεταλευσης. Οι πιο τολμηροι πλησιαζαν και θωπευαν τους μυς και τα αποκρυφα των γυναικων που τους ενδιεφεραν η' ανοιγαν το στομα τους ωστε να επιθεωρησουν οπως ο γυφτος σιδερας εξεταζει τα δοντια των αλογων στην ζωοπανηγυρη. Καθε φορα που τελειωνε η εκτινηση του εμπορευματος ο κοντος Ισπανος κινουνταν με χορευτικα βηματα στην δεξια γωνια της εξεδρας και αρχιζε τα παζαρια με το πληθος. Ολοι απο κατω τον γνωριζαν και συνομιλουσαν μαζι του με το ονομα του μα οσα κιαν ελεγαν αστεια και χοντραδες υπηρχε παντα μια επιφυλαξη για τον Παμπλιτο με τις ασημενιες πιστολες, που ειχε κερδισει την αξια του σεβασμου και του φοβου αυτων των αλητηριων. Ο πληστηριασμος κυλουσε γοργα κατω απο την ενορχηστρωση του εμπειρου μαεστρου και το σεντουκακι των καπεταναιων γεμιζε με νομισματα σκορπωντας την χρυση γυαλαδα του στην ακρη της εξεδρας προκαλοντας καθε απληστο πειρατη να γευθει την λαμψη του. Κανεις ομως δεν τολμουσε να αγγιξει ξεροντας πως θα ειναι η τελευταια του πραξη σε αυτον τον ματαιο κοσμο πριν πεσει η αυλαια του τελους. Ωσπου ηρθε η σειρα της γρια Βαγιας να ανεβει τα σκαλια της εξεδρας, ανημπορη να βασταξει το βαρος της αλυσιδας εσερνε τα μελη της πανω στο σανιδι με δακρυα καυτα να τρεχουν στο αυλακωμενο απ τα χρονια κερινο προσωπο της. Χλευασμοι και γελια με αισχρα αστεια επεσαν σαν καταιγιδα απο το ακαρδο κοινο μιας δραματικης παραστασης που ασπλαχνα ζητουσε να κατεβει η βασικη πρωταγωνιστρια απ την σκηνη. Οσο κιαν προσπαθησε ο Σπανιολος οτι τεχνασμα κιαν μεταχειριστηκε κανεις δεν βρεθηκε να χαλαλισει το χρυσαφι του για την ταλαιπωρη που η μοιρα εδωσε να πεσει στα χερια των δουλεμπορων. Σαν την κατεβασαν τσουβαλιασμενη στην ακρη του ξεφωτου μακρια απ τις φωτιες περα στα σκοταδια, μοναχα τοτε καταλαβε η κοπελλα την μοιρα της Βαγιας. Και αυθορμητα φωναξε παραβαινοντας την υποσχεση του εαυτου της τιποτε να μην την κανει να αποκαλυψει την γυναικεια φυση της. ''Αφηστε την μανα σας γεννησε κι εσας... αφηστε την να ζησει για χαρη των μαναδων σας....'' Το πληθος ασυγκινητο συνεχισε τα χλευαστικα του γελια, κι ενα δυνατο χαστουκι εριξε κατω την κοπελλα που γονατισε στη λασπη ακουγοντας τον ηχο της πιστολας, κι ενα βουβο κλαμα ξεχυθηκε απο τα στηθια της κι εδεσε κομπο το λαιμο της, ανικανη να δει το φως που σκορπιζε διπλα της η φωτια. Συνεχισε να κλαιει σιωπηλα κι οταν την ανεβασαν στην εξεδρα σερνωντας την απο τα δεσμα. Ο Παμπλιτο τιναξε τα κοντα του ποδια στα σανιδια κι ισιωσε το καπελο του λεγοντας με στομφο: ''Οριστε αρχοντικο κοινο μου ενας λευκος νεος, ολιγον κοκαλας μα με λευκο δερμα και ατριχος ικανος να υπηρετησει τις ορεξεις εκεινων που αρεσκονται στην απολαυση των αγοριστικων πισινων εικοσι χρυσα σελινια τον προσφερω αφενταδες μου'' και γυρισε μεμιας χαιδευοντας τα τρυφερα καπουλια της γυναικας ενω ταυτοχρονα εσκιζε το πουκαμισο της τραβωντας το απ το κολαρο με τα αλλο χερι. Οσο κιαν κυρτωσε το κορμι της στην προσπαθεια να καλυψει την γυμνια της τα δεσμα την εμποδισαν και τα στηθη της ξεπροβαλαν τροφαντα και περηφανα με ορθωμενες ρογες απ την ψυχρα της νυχτιας, οι παρευρισκομενοι ζυγωσαν αλαφιασμενοι και με ζωοδη μουγκριτα μα ενα χαδι ολο νοημα και σκερτσο του Ισπανου πανω στις ασημενιες του πιστολες ηταν ικανο να κανει το πληθος ενα βημα πισω. ''Εικοσι χρυσα σελινια κυριοι, ποιος μου δινει εικοσι χρυσα;'' ξαναρωτησε ο Παμπλιτο ατανιζοντας ολους εναν εναν καταματα. Ενας γεροδεμενος λατινος βγηκε μπροστα και σταθηκε με το φως να λουζει το προσωπο του. Τα ρουχα του ηταν σκονισμενα και η πουκαμισα του λερη απο λασπη κι η κοπελλα τον γνωρισε αμεσως ποτε δεν θα ξεχνουσε το βλεμμα του παρολιγον βιαστη της. Φορουσε μια μαυρη μαντιλα στο κεφαλι του ετσι που να τρεχουν σαν ρυακια απο κατω της τα σγουρα μαλλια του πλεγμενα σε μικρες μικρες μπουκλες. σαν ανοιξε το στομα του γυαλισαν τα δυο χρυσα του δοντια κι η φωνη του βγηκε βραχνη και ξαναμενη απο τον ποθο. ''Δινω δυο ατοφια χρυσα της Εταιριας Ανατολικων Ινδιων. Δυο, χρυσα και δεκα πεντε ποντους ατσαλι απο την λαμα μου για οποιον τολμησει να προσφερει περισσοτερα, η σκυλα μου ανηκει.'' ''Δυο χρυσα της Εταιρειας οπως ακουσατε κυριοι'' επανελαβε ο Παμπλιτο, ''Δυο ατοφια χρυσα απο τον Χουαν φιλο κι αδερφο μου σε πολλα οπως γνωριζεται, ποιος θα του αρνηθει την χαρα να απολαυσει αυτη την τρυφερη κι ασημαδευτη απ το κουρμπασι σαρκα; Ισως να ειναι κι αλλου κατα πως δειχνει αμαρκαριστη απο σημαδι αντρα. Ποιος τολμα να δωσει παραπανω;'' Το πληθος αναδευτηκε και ολοι κοιταζαν τον Χουαν που αγγιζε τη λαβη της καμας του ξεροντας την τεχνη του στο λεπιδι, ηταν αφταστος στο ειδος του και μοχθηρος για να διακινδυνεψουν την ζωη τους για το ομορφο δερμα μιας σκλαβας. Αυτος ειναι ικανος να σε σφαξει σαν αρνι την ωρα που κοιμασαι. Η κοπελλα ενιωσε τα παιχνιδια της μοιρας της και πισωπατησε σα να την τσιμπησε σκορπιος θανατερος. '' Εμπρος ελατε ποιος δινει κατι παραπανω;'' εκανε μια τελευταια ερωτηση ο Σπανιολος. ''Μου ανηκει στο ειπα, κανε την καταχωρηση να κλεισει η αγορα και πιες μαζι μου για υγεια'' αποκριθηκε ο Χουαν ''κανενας δεν τα βαζει με το μαχαιρι μου, αντε λειπον κλεισε το παζαρι.'' Ο Παμπλιτο σηκωσε το χερι του κι εμεινε μετεωρο καθως μια βαρια φωνη τον διεκοψε πριν καν αρχισει την κατοχυρωση της αγορας απ τον Χουαν. ''Εικοσι λιρες Αγγλιας χρυσες με την κεφαλη του Γεωργιου, προσφερω κυριοι. Εικοσι αγγλικες χρυσες λιρες.'' Σιωπη επεσε στα κεφαλια των πειρατων που μισομεθυσμενοι παρακολουθουσαν τον νεοφερμενο αντρα να στεκεται στην ακρη του κυκλου πλαι στη φωτια με την πλατη στραμενη στην εξεδρα. Μη τολμωντας να πιστεψει η γυναικα εστρεψε το κεφαλι της προς τον αντρα ξερωντας πως θα γνωριζε την φωνη του αναμεσα σε χιλιαδες αλλες ακομα και μετα απο εκατο ολακερα χρονια. Ο αντρας στεκονταν ακομη στην ακρη του κυκλου με γυρισμενο το κεφαλι στην εξεδρα κρατωντας την μακρια ξυλινη πιπα του αναμεσα στα λευκα φιλντισεμια του δοντια και μικρες τουλουπες καπνου απο τις ακρες των χειλιων του σκορπιζονταν γυρω του κι εφτιαχναν παραξενα αλοκοτα συννεφα που ετρεχαν σαν αλογα στον νυχτερινο ουρανο και χανονταν αργα. Σαν ειδε πως ολα τα ματια ηταν καρφωμενα πανω του κινησε γοργα με το λικνιστο βαδισμα αιλουροειδους την ωρα που μαγνητιζει το θυραμα του πριν το τελικο θανατηφορο σαλτο. Μερικες δρασκελιες απ τα μακρια κανια του τον οδηγησαν μπροστα απ την εξεδρα, κοιταζοντας ισια στα ματια τον δημοπρατη που ειχε παγωσει στην θεση του με το μισο χαμογελο του να βαραινει αβασταχτα τα χειλη του γραφοντας μια γκριματσα αποριας στο ασχημο προσωπο του. ''Μηπως να αναγγειλης ξανα την προσφορα μου, αγαπητε Παμπλο;'' ειπε με την σεντορεια φωνη του να ακουγεται πανω απ την σιγαλια της τροπικης νυχτας. Η κοπελλα τον κοιταξε ψηλο και Αργα ξεροβηχοντας ο Ισπανος ξεκινησε με δισταγμο να επαναλαμβανει την προσφορα. ''Εικοσι...χρυσες αγγλιας... Ο καπετανιος της γαλερας Αστραπη, προσφερει εικοσι χρυσες Αγγλικες λιρες με την κεφαλη του Γεωργιου. Ο πλοιαρχος Κονσταντιν Αλεξαντερ δινει για την νεαρη λευκη σκλαβα εικοσι λιρες χρυσες Αγγλιας.'' Ο καπετανιος αγερωχος εβγαλε την ξυλινη πιπα του και κοιταζε στα ματια με ενα συγκαταβατικο χαμογελο στα λεπτα του χειλη τον Χουαν που εβραζε με την οργη να παραμορφωνει απαισια το προσωπο του. Η γυναικα χαζευε τον πλοιαρχο που μεσα στην λευκη του πουκαμισα απο λινο και το μαυρο πανταλονι εκανε ολους τους αλλους να μοιαζουν με νανους του παραμυθιου. Ποτε δεν τον ποθησε πιο πολυ οσο τωρα που τον εβλεπε τοσο γοητευτικα χαριτωμενο, οσο κι επικινδυνο σαν εχιδνα. οι φλογες γυαλιζαν τις πλουσιες μακριες μποκλες των μαλλιν του και τις εφαβαν κοκκινες τουφες τουφες, ενω τα ματια του ακινητα με την παγωμενη λαμψη εσκιζαν σαν λεπιδι αταραχα τον Χουαν. ''Εικοσι χρυσες λιρες Χουανιτο, πως το βλέπεις,εχεις να δωσεις πιο πολλα;'' του απευθηνθηκε με ηρεμη και σταθερη φωνη. Κοιταξε την κομπανια του ο Χουαν και στραφηκε στον φιλο κι αδερφο του Παμπλο ''Δανεισε με'' για να παρει την αδιαφορη απαντηση ''Ποτε δεν δανειζω λεφτα, ειδικα σε αδερφο. Αατην μπορεις να βρεις και πιο πολλες και καλυτερες με πεντε λιρες.'' ''Πρεπει να την παρω μου ανηκει,'' ειπε στρεφομενος προς τον καπετανιο. ''Μου ανηκει και το ξερεις.''΄ Τραβηξε τη μαντιλα απ το κεφαλι του και τιναξε τα σγουρα μαλλια του υστερα σκουπισε τις σταλες αγωνιας απο το μετωπο και απλωσε τα χερια προς το εδαφος παιζοντας με το μαντιλι ετοιμος να κανει τα μαγικα του κολπα σαν τον θαυματοποιο που συγκεντρωνεται πριν δειξει την τεχνη του στον κοσμο. ''Θα αντιπροτεινω κατι, προσφερω τρια χρυσα της Εταιρειας Ινδιων και οσους ποντους ατσαλι εχει το λεπιδι μου'' ειπε απειλητικα, ενω το μαχαιρι ηταν στο χερι του μαγικα απο το πουθενα σαν να χε κανει επιδειξη της τεχνης του. ''Φευγα καπετανιε μη παρω και το χρυσαφι σου και την γυναικα που οπως ειπα μου ανηκει.'' Το πληθος μεριασε φρενιασμενο απο την οσμη του αιματος και σαν τους καρχαριες γυροφεραν τους δυο αντρες κλεινοντας τους μες σε κυκλο. '' Μαχη! Στοιχηματιζω μια λιρα ο Χουανιτο θα κανει χαντρες τα αντερα του καπετανιου'' ειπε ενας μεθυσμενος ναυτης για να παρει απαντηση απο τον διπλανο του: '' Εφυγε, τα παμε, αρραβωνιαστα και δωσε να τα κρατα ο Παμπλιτο δε σου χω και καμια εμπιστοσυνη.'' Ο πλοιαρχος δεν επαψε να χαμογελα στιγμη, μα τεντωσε το ζερβι του χερι διχως να παρει στιγμη τα ματια του πανω απο τον αντιπαλο του. Αμεσως μια γεροδεμενη μορφη σαν παλαιστης ξεχωρησε απ το πληθος κι εβαλε μια παγωμενη λαμα πανω στην απλωμενη παλαμη, τραβωντας ταυτοχρονα το τουρμπανι απ το κεφαλι του και το δωσε στον φιλο του και καπετανιο. Ο πλοιαρχος το τυλιξε με ζυγισμενες κινησεις γυρω απο το δεξι του χερι πανω στο υψος του πηχυ εκει που οι ναυτικοι το ονομαζουν παπια, ηρεμος και διαολεμενα χαμογελαστος. Ουτε μια ματια κλεφτη δεν εριξε πανω στην γυναικα, παρολο που γιαυτην επαιζε τωρα την ζωη του κι εκεινη ανικανη δεν μπορουσε να παρει τα ματια της μακρια απο το ομορφο προσωπο του σκλαβα της δικης του γοητειας......
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου