1) Μια Φλόγα είναι η ψυχή του ανθρώπου. Ένα πύρινο πουλί, πηδάει από κλαρί σε κλαρί, από κεφάλι σε κεφάλι, και φωνάζει: «Δεν μπορώ να σταθώ, δεν μπορώ να καώ, κανένας δεν μπορεί να με σβήσει!»
2) Δέντρο φωτιά γίνεται ολομεμιάς το Σύμπαντο. Ανάμεσα από τους καπνούς κι από τις φλόγες, αναπαμένος στην κορυφή της πυρκαγιάς, κρατώ αμόλεφτο, δροσερό, γαλήνιο, τον καρπό της φωτιάς, το Φως.
3) Από την αψηλή τούτη κορυφή κοιτάζω την κόκκινη γραμμή που ανηφορίζει-τρεμάμενο, αιματερό φωσφόρισμα, που σούρνεται σαν έντομο ερωτευμένο μέσα από τους βροχάρικους γύρους του μυαλού μου.
4) Εγώ, ράτσα, άνρθωποι, γης, θεωρία και πράξη, Θ ε ό ς, φαντάσματα από χώμα και μιαλό, καλά για τις απλοϊκές καρδιές που φοβούνται, καλά για τις ανεμογκάστροτες ψυχές που θαρούν πως γενούνε.
5) Απο πού ερχόμαστε; Που πηγαίνουμε; Τι νόημα έχε τούτη η ζωή; Φωνάζουν οι καρδιές, ρωτούν οι κεφαλές, χτυπώντας το χάος.
6) Και μια φωτιά μέσα μου κίνησε ν’ απαντήσει. Θάρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να καθαρίσει τη γης. Θάρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να εξαφανίσει τη γης. Αφτή είναι η Δεφτέρα Παρουσία.
7) Μια γλώσσα πύρινη είναι η ψυχή κι αγλείφει και μάχεται να πυρπολήσει τον κατασκότεινο όγκο του κόσμου. Μια μέρα όλο το Σύμπαντο θα γίνει πυρκαγιά.
8) Η φωτιά είναι η πρώτη κι η στερνή προσωπίδα του Θεού μου. ανάμεσα σε δυο μεγάλες πύρες χορέβουμε και κλαίμε.
9) Λαμποκοπούν, αντηλαρίζουν οι στοχασμοί και τα κορμιά μας. Γαλήνιος στέκουμαι ανάμεσα στις δυο πύρες κι είναι τα φρένα μου ακίνητα μέσα στον ίλιγγο και λέω:
10) Πολύ μικρός είναι ο καιρός, πολύ στενός είναι ο τόπος ανάμεσα στις δυο πύρες, πολύ οκνός είναι ο ρυθμός ετούτος της ζωής-δεν έχω καιρό, δεν έχω τόπο να χορέψω! Βιάζουμαι!
11) Κι ολομεμιάς ο ρυθμός της γης γίνεται ίλιγγος, ο χρόνος εξαφανίζεται η στιγμή στροβιλίζεται, γίνεται αιωνιότητα, το κάθε σημείο- θες έντομο, θες άστρο, θες ιδέα- γίνεται χορός.
12) Είταν φυλακή κι η φυλακή συντρίβεται κι οι φοβερές δυνάμες μέσα λεφτοφέρνουνται και το σημείο δεν υπάρχει πια!
13) Ο ανώτατος αφτός βαθμός της άσκησης λέγεται: Σιγή. Όχι γιατί το περιεχόμενο είναι η ακρότατη άφραστη απελπισία για η ακρότατη γνώση που δεν καταδέχεται να μιλήσει, για η ακρότατη άγνοια, που δεν μπορεί.
14) Σιγή θα πει: καθένας, αφού τελέψει τη θητεία του σε όλους τους άθλους, φτάνει πια στην ανώτατη κορφή τη προσπάθειας-πέρα από κάθε άθλο, δεν αγωνίζεται, δε φωνάζει. Ωριμάζει αλάκαιρος, σιωπηλά, ακατάλυτα, α ι ώ ν ι α, με το Σύμπαντο.
15) Αρμοδέθηκε πια, σοφίλιασε με την Άβυσσο, όπως ο σπόρος του αντρός με το σπλάχνο της γυναίκας.
16) Είναι πια η Άβυσσο η γυναίκα του και τη δουλεύει, ανοίγει, τρώει τα σωθικά της, μετουσιώνει το αίμα της, γελάει, κλαίει, ανεβαίνει, κατεβαίνει μαζί της, δεν την αφήνει!
17) Πως μπορείς να φτάσεις στο σπλάχνο της Άβυσσος και να την καρπίσεις; Αφτό δεν μπορεί να ειποθεί, δεν μπορεί να στριμοχτεί σε λόγια, να υποταχθεί σε νόμους. Καθένας έχει και τη λύτροση τη δική του, απόλυτα ελέφτερος.
18) Διδασκαλία δεν υπάρχει, δεν υπάρχει Λυτρότης που ν’ ανοίξει το δρόμο. Δρόμος ν’ ανοιχτεί δεν υπάρχει.
19) Καθένας, ανεβαίνοντας απάνω από τη δική του κεφαλή, ξεφεύγει από το μικρό, όλο απορίες μυαλό του.
20) Μέσα στη βαθιά Σιγή, ό ρ θ ι ο ς, άφοβος, πονώντας και παίζοντας, ανεβαίνοντας ακατάπαφτα από κορυφή σε κορυφή, ξέροντας πως το ύψος δεν έχει τελειωμό, τραγούδα, κ ρ ε μ ά μ ε ν ο ς στην άβυσσο, το μαγικό τούτο περήφανο ξόρκι:
1) ΠΙΣΤΕΥΩ Σ’ ΕΝΑ ΘΕΟ, ΑΚΡΙΤΑ ΔΙΓΕΝΗ, ΣΤΡΑΒΟΜΕΝΟ, ΠΑΣΧΟΝΤΑ, ΜΕΓΑΛΟΔΥΝΑΜΟ, ΟΧΙ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟ, ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ ΣΤ’ ΑΚΡΟΤΑΤΑ ΣΥΝΟΡΑ, ΣΤΡΑΤΗΓΟ ΑΦΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΦΩΤΕΙΝΕΣ ΔΥΝΑΜΕΣ, ΤΙΣ ΟΡΑΤΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΟΡΑΤΕΣ.
2) ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤ’ ΑΝΑΡΙΘΜΗΤΑ, ΕΦΗΜΕΡΑ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΠΟΥ ΠΗΡΕ Ο ΘΕΟΣ ΣΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΚΑΙ ΞΕΚΡΙΝΩ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΑΦΤΗ ΡΟΗ ΤΟΥ ΤΗΝ ΑΚΑΤΑΛΥΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ.
3) ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΟΝ ΑΓΡΥΠΝΟ ΒΑΡΗΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ, ΠΟΥ ΔΑΜΑΖΕΙ ΚΑΙ ΚΑΡΠΙΖΕΙ ΤΗΝ ΥΛΗ-ΤΗ ΖΩΟΔΟΧΑ ΠΗΓΗ ΦΥΤΩΝ, ΖΩΩΝ ΚΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ.
4) ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΤΟ ΧΩΜΑΤΕΝΙΟ ΑΛΩΝΙ, ΟΠΟΥ ΜΕΡΑ ΚΑΙ ΝΥΧΤΑ ΠΑΛΕΒΕΙ Ο ΑΚΡΙΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ.
5) ΒΟΗΘΕΙΑ! ΚΡΑΖΕΙΣ, ΚΥΡΙΕ, ΒΟΗΘΕΙΑ! ΚΡΑΖΕΙΣ ΚΥΡΙΕ ΚΙ ΑΚΟΥΩ.
6) ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΚΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ Κ ΟΙ ΡΑΤΣΕΣ ΟΛΕΣ, ΚΙ ΟΛΗ Η ΓΗΣ, ΑΚΟΥΜΕ ΜΕ ΤΡΟΜΟ, ΜΕ ΧΑΡΑ, ΤΗΝ ΚΡΑΥΓΗ ΣΟΥ.
7) ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΑΚΟΥΝ ΚΑΙ ΧΥΝΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΣΕ ΛΥΤΡΩΣΟΥΝ, ΚΥΡΙΕ ΚΑΙ ΛΕΝ: ΕΓΩ ΚΑΙ ΣΥ ΜΟΝΑΧΑ ΥΠΑΡΧΟΥΜΕ.
8) ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΣΕ ΛΥΤΡΩΣΑΝ, ΣΜΙΓΟΥΝ ΜΑΖΙ ΣΟΥ ΚΥΡΙΕ, ΚΑΙ ΛΕΝ: ΕΓΩ ΚΑΙ ΣΥ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΝΑ.
9) ΚΑΙ ΤΡΙΣΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΚΡΑΤΟΥΝ ΚΑΙ ΔΕ ΛΥΓΟΥΝ, ΑΠΑΝΩ ΣΤΟΥΣ ΩΜΟΥΣ ΤΟΥΣ, ΤΟ ΜΕΓΑ, ΕΞΑΙΣΙΟ, ΑΠΟΤΡΟΠΑΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ:
ΚΑΙ ΤΟ ΕΝΑ ΤΟΥΤΟ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ!
2) Δέντρο φωτιά γίνεται ολομεμιάς το Σύμπαντο. Ανάμεσα από τους καπνούς κι από τις φλόγες, αναπαμένος στην κορυφή της πυρκαγιάς, κρατώ αμόλεφτο, δροσερό, γαλήνιο, τον καρπό της φωτιάς, το Φως.
3) Από την αψηλή τούτη κορυφή κοιτάζω την κόκκινη γραμμή που ανηφορίζει-τρεμάμενο, αιματερό φωσφόρισμα, που σούρνεται σαν έντομο ερωτευμένο μέσα από τους βροχάρικους γύρους του μυαλού μου.
4) Εγώ, ράτσα, άνρθωποι, γης, θεωρία και πράξη, Θ ε ό ς, φαντάσματα από χώμα και μιαλό, καλά για τις απλοϊκές καρδιές που φοβούνται, καλά για τις ανεμογκάστροτες ψυχές που θαρούν πως γενούνε.
5) Απο πού ερχόμαστε; Που πηγαίνουμε; Τι νόημα έχε τούτη η ζωή; Φωνάζουν οι καρδιές, ρωτούν οι κεφαλές, χτυπώντας το χάος.
6) Και μια φωτιά μέσα μου κίνησε ν’ απαντήσει. Θάρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να καθαρίσει τη γης. Θάρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να εξαφανίσει τη γης. Αφτή είναι η Δεφτέρα Παρουσία.
7) Μια γλώσσα πύρινη είναι η ψυχή κι αγλείφει και μάχεται να πυρπολήσει τον κατασκότεινο όγκο του κόσμου. Μια μέρα όλο το Σύμπαντο θα γίνει πυρκαγιά.
8) Η φωτιά είναι η πρώτη κι η στερνή προσωπίδα του Θεού μου. ανάμεσα σε δυο μεγάλες πύρες χορέβουμε και κλαίμε.
9) Λαμποκοπούν, αντηλαρίζουν οι στοχασμοί και τα κορμιά μας. Γαλήνιος στέκουμαι ανάμεσα στις δυο πύρες κι είναι τα φρένα μου ακίνητα μέσα στον ίλιγγο και λέω:
10) Πολύ μικρός είναι ο καιρός, πολύ στενός είναι ο τόπος ανάμεσα στις δυο πύρες, πολύ οκνός είναι ο ρυθμός ετούτος της ζωής-δεν έχω καιρό, δεν έχω τόπο να χορέψω! Βιάζουμαι!
11) Κι ολομεμιάς ο ρυθμός της γης γίνεται ίλιγγος, ο χρόνος εξαφανίζεται η στιγμή στροβιλίζεται, γίνεται αιωνιότητα, το κάθε σημείο- θες έντομο, θες άστρο, θες ιδέα- γίνεται χορός.
12) Είταν φυλακή κι η φυλακή συντρίβεται κι οι φοβερές δυνάμες μέσα λεφτοφέρνουνται και το σημείο δεν υπάρχει πια!
13) Ο ανώτατος αφτός βαθμός της άσκησης λέγεται: Σιγή. Όχι γιατί το περιεχόμενο είναι η ακρότατη άφραστη απελπισία για η ακρότατη γνώση που δεν καταδέχεται να μιλήσει, για η ακρότατη άγνοια, που δεν μπορεί.
14) Σιγή θα πει: καθένας, αφού τελέψει τη θητεία του σε όλους τους άθλους, φτάνει πια στην ανώτατη κορφή τη προσπάθειας-πέρα από κάθε άθλο, δεν αγωνίζεται, δε φωνάζει. Ωριμάζει αλάκαιρος, σιωπηλά, ακατάλυτα, α ι ώ ν ι α, με το Σύμπαντο.
15) Αρμοδέθηκε πια, σοφίλιασε με την Άβυσσο, όπως ο σπόρος του αντρός με το σπλάχνο της γυναίκας.
16) Είναι πια η Άβυσσο η γυναίκα του και τη δουλεύει, ανοίγει, τρώει τα σωθικά της, μετουσιώνει το αίμα της, γελάει, κλαίει, ανεβαίνει, κατεβαίνει μαζί της, δεν την αφήνει!
17) Πως μπορείς να φτάσεις στο σπλάχνο της Άβυσσος και να την καρπίσεις; Αφτό δεν μπορεί να ειποθεί, δεν μπορεί να στριμοχτεί σε λόγια, να υποταχθεί σε νόμους. Καθένας έχει και τη λύτροση τη δική του, απόλυτα ελέφτερος.
18) Διδασκαλία δεν υπάρχει, δεν υπάρχει Λυτρότης που ν’ ανοίξει το δρόμο. Δρόμος ν’ ανοιχτεί δεν υπάρχει.
19) Καθένας, ανεβαίνοντας απάνω από τη δική του κεφαλή, ξεφεύγει από το μικρό, όλο απορίες μυαλό του.
20) Μέσα στη βαθιά Σιγή, ό ρ θ ι ο ς, άφοβος, πονώντας και παίζοντας, ανεβαίνοντας ακατάπαφτα από κορυφή σε κορυφή, ξέροντας πως το ύψος δεν έχει τελειωμό, τραγούδα, κ ρ ε μ ά μ ε ν ο ς στην άβυσσο, το μαγικό τούτο περήφανο ξόρκι:
1) ΠΙΣΤΕΥΩ Σ’ ΕΝΑ ΘΕΟ, ΑΚΡΙΤΑ ΔΙΓΕΝΗ, ΣΤΡΑΒΟΜΕΝΟ, ΠΑΣΧΟΝΤΑ, ΜΕΓΑΛΟΔΥΝΑΜΟ, ΟΧΙ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟ, ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ ΣΤ’ ΑΚΡΟΤΑΤΑ ΣΥΝΟΡΑ, ΣΤΡΑΤΗΓΟ ΑΦΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΦΩΤΕΙΝΕΣ ΔΥΝΑΜΕΣ, ΤΙΣ ΟΡΑΤΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΟΡΑΤΕΣ.
2) ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤ’ ΑΝΑΡΙΘΜΗΤΑ, ΕΦΗΜΕΡΑ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΠΟΥ ΠΗΡΕ Ο ΘΕΟΣ ΣΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΚΑΙ ΞΕΚΡΙΝΩ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΑΦΤΗ ΡΟΗ ΤΟΥ ΤΗΝ ΑΚΑΤΑΛΥΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ.
3) ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΟΝ ΑΓΡΥΠΝΟ ΒΑΡΗΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ, ΠΟΥ ΔΑΜΑΖΕΙ ΚΑΙ ΚΑΡΠΙΖΕΙ ΤΗΝ ΥΛΗ-ΤΗ ΖΩΟΔΟΧΑ ΠΗΓΗ ΦΥΤΩΝ, ΖΩΩΝ ΚΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ.
4) ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΤΟ ΧΩΜΑΤΕΝΙΟ ΑΛΩΝΙ, ΟΠΟΥ ΜΕΡΑ ΚΑΙ ΝΥΧΤΑ ΠΑΛΕΒΕΙ Ο ΑΚΡΙΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ.
5) ΒΟΗΘΕΙΑ! ΚΡΑΖΕΙΣ, ΚΥΡΙΕ, ΒΟΗΘΕΙΑ! ΚΡΑΖΕΙΣ ΚΥΡΙΕ ΚΙ ΑΚΟΥΩ.
6) ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΚΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ Κ ΟΙ ΡΑΤΣΕΣ ΟΛΕΣ, ΚΙ ΟΛΗ Η ΓΗΣ, ΑΚΟΥΜΕ ΜΕ ΤΡΟΜΟ, ΜΕ ΧΑΡΑ, ΤΗΝ ΚΡΑΥΓΗ ΣΟΥ.
7) ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΑΚΟΥΝ ΚΑΙ ΧΥΝΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΣΕ ΛΥΤΡΩΣΟΥΝ, ΚΥΡΙΕ ΚΑΙ ΛΕΝ: ΕΓΩ ΚΑΙ ΣΥ ΜΟΝΑΧΑ ΥΠΑΡΧΟΥΜΕ.
8) ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΣΕ ΛΥΤΡΩΣΑΝ, ΣΜΙΓΟΥΝ ΜΑΖΙ ΣΟΥ ΚΥΡΙΕ, ΚΑΙ ΛΕΝ: ΕΓΩ ΚΑΙ ΣΥ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΝΑ.
9) ΚΑΙ ΤΡΙΣΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΚΡΑΤΟΥΝ ΚΑΙ ΔΕ ΛΥΓΟΥΝ, ΑΠΑΝΩ ΣΤΟΥΣ ΩΜΟΥΣ ΤΟΥΣ, ΤΟ ΜΕΓΑ, ΕΞΑΙΣΙΟ, ΑΠΟΤΡΟΠΑΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ:
ΚΑΙ ΤΟ ΕΝΑ ΤΟΥΤΟ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου