…Μαζεύοντας τις όποιες δυνάμεις του 'χαν απομείνει ο καπετάνιος κοίταξε την πέτρα, που στόλιζε το κάρφωμα του σπαθιού του χαϊδεύοντας την τρυφερά με τα ακροδάχτυλα του, κι αναπόλησε τις μέρες του παρελθόντος, που τούτο το πετράδι, στόλιζε τον αλαβάστρινο λαιμό της μητέρας του όπως την θυμόταν σαν παιδί ακόμα.... Να πλέκει τα μακρυά ξανθά μαλλιά της σε πλεξούδες, μπρος στο περβάζι της κάμαρας κοιτώντας προς το νοτιά, πέρα απ τον ορίζοντα της θαλασσής προσμένοντας τον κύρη της να γυρίσει, και τραγουδούσε κείνο το στιχάκι με την βελούδινη φωνή της που πάντα τον νανούριζε…'’κίνησε ο κύρης μας για το ταξίδι του πέρα απ τους άσπρους κάμπους …πέρα από την φαμιλιά του θεριά να κυνηγήσει…ήπιε της έξαψης κρασί κι ακόμα να γυρίσει…’' Θυμήθηκε τα δακρυσμένα μάτια της κείνη την ώρα που ήρθε το μαντάτο για τον χαμό του πατέρα με τη γαλέρα φορτωμένη ολάκερο το βιος τους. Σπάραζε η αρχόντισα μερόνυχτα ολάκερα για τον άδικο σκοτωμό του άντρα από τους βάρβαρους κουρσάρους…
Αχ δεν του άξιζε τέτοιο τέλος του κύρη της, αυτός που πολλάκις κατατρόπωσε κάθε ληστή που απείλησε το φέουδο του, τώρα να στοιχειώσει τον πάτο της θάλασσας με μια άγκυρα στα πόδια, μη τάχατες κιοτέψει κι αφήσει τη σκοπιά του αφύλαχτη κατά πως του 'παν οι κουρσάροι σαν τον περιγελούσαν και τον πέταξαν στα βάθη του πελάγους…Μάνα πως έλιωσες απ’ τον καημό και το΄’ άδικο που σου έστερξε η μοίρα να χάσεις κείνον που αγαπάς κι ορκίστηκε πότες και τίποτε να μη σου λείψει όταν σε έκλεψε μια νύχτα από το πατρογονικό σου…Μάνα που χάθηκες κι εσύ απ΄την παραφροσύνη πριν καν προκάμεις για να δεις τ’ αγόρι σου να γίνεται άντρας, στα πέλαγα να ορμά κι αυτός, αρνούμενος την ευγενική κληρονομιά του και πειρατής βαφτίστηκε μαύρη εκδίκηση να πάρει… Συμφωνία έκανε με τα στοιχειά και με την νύχτα το φονιά του κύρη του να βρει και την καρδιά να ξεριζώσει…
Παρασύρθηκα πάλι από τις μνήμες μονολόγησε ο καπετάνιος που κάθε στιγμή πάλευε μέσα του με τα φαντάσματα της γενιάς του, να χει το νου του καθαρό πρέπει άλλως πως θα κουμαντάρει το τσούρμο; και πως θα εκπληρώσει τον όρκο που κανε στα κόκκαλα της μάνας του…να κάνει ότι είναι δυνατό για να χτιστεί ξανά η γενιά και το σπιτικό τους μα ποτέ, ποτέ μη χάσει την ψυχή του, μη γίνει σαν κι αυτούς που χαιρέκακα πήραν την πνοή του κύρη του…
‘Πιοτί!!!’ φώναξε δυνατά στον ναύκληρο που κρεμασμένος στην κουπαστή λαγοκοιμότανε κάνοντάς τον να σαστίσει. ‘Την μποτίλια είπα’ συνέχισε θέλοντας να πνίξει την ταραχή στο ρούμι που πάντα του ζέσταινε τον λαιμό, κι έκανε την ψυχή του να χορεύει κείνο τον άγριο χορό που χε δει να χορεύουν οι μαύροι άνθρωποι γύρω από την φωτιά κει κάτω, βαθειά στου νότου τις ακτές...
Αχ δεν του άξιζε τέτοιο τέλος του κύρη της, αυτός που πολλάκις κατατρόπωσε κάθε ληστή που απείλησε το φέουδο του, τώρα να στοιχειώσει τον πάτο της θάλασσας με μια άγκυρα στα πόδια, μη τάχατες κιοτέψει κι αφήσει τη σκοπιά του αφύλαχτη κατά πως του 'παν οι κουρσάροι σαν τον περιγελούσαν και τον πέταξαν στα βάθη του πελάγους…Μάνα πως έλιωσες απ’ τον καημό και το΄’ άδικο που σου έστερξε η μοίρα να χάσεις κείνον που αγαπάς κι ορκίστηκε πότες και τίποτε να μη σου λείψει όταν σε έκλεψε μια νύχτα από το πατρογονικό σου…Μάνα που χάθηκες κι εσύ απ΄την παραφροσύνη πριν καν προκάμεις για να δεις τ’ αγόρι σου να γίνεται άντρας, στα πέλαγα να ορμά κι αυτός, αρνούμενος την ευγενική κληρονομιά του και πειρατής βαφτίστηκε μαύρη εκδίκηση να πάρει… Συμφωνία έκανε με τα στοιχειά και με την νύχτα το φονιά του κύρη του να βρει και την καρδιά να ξεριζώσει…
Παρασύρθηκα πάλι από τις μνήμες μονολόγησε ο καπετάνιος που κάθε στιγμή πάλευε μέσα του με τα φαντάσματα της γενιάς του, να χει το νου του καθαρό πρέπει άλλως πως θα κουμαντάρει το τσούρμο; και πως θα εκπληρώσει τον όρκο που κανε στα κόκκαλα της μάνας του…να κάνει ότι είναι δυνατό για να χτιστεί ξανά η γενιά και το σπιτικό τους μα ποτέ, ποτέ μη χάσει την ψυχή του, μη γίνει σαν κι αυτούς που χαιρέκακα πήραν την πνοή του κύρη του…
‘Πιοτί!!!’ φώναξε δυνατά στον ναύκληρο που κρεμασμένος στην κουπαστή λαγοκοιμότανε κάνοντάς τον να σαστίσει. ‘Την μποτίλια είπα’ συνέχισε θέλοντας να πνίξει την ταραχή στο ρούμι που πάντα του ζέσταινε τον λαιμό, κι έκανε την ψυχή του να χορεύει κείνο τον άγριο χορό που χε δει να χορεύουν οι μαύροι άνθρωποι γύρω από την φωτιά κει κάτω, βαθειά στου νότου τις ακτές...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου